Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2022

2. Ἐπιστροφὴ στὸ Πατρικὸ Σπίτι, στοὺς πιστοὺς Ἀδελφοὺς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

 Πολυαγαπημένα μου ἀδέλφια.

Ὁ Κύριος μᾶς εἶπε: «Ἐὰν δὲν γίνετε σὰν τὰ μικρὰ παιδάκια ἀθῶοι, ἁγνοί, ἀπονήρευτοι, πρόσωπο Θεοῦ δὲν θὰ δεῖτε», [Ματθ. ιθ΄,14]. Ἐπιτρέψτε μου νὰ σᾶς μιλήσω ὅπως ἡ καρδιά μου ὑπαγορεύει. Ἦλθε ἡ ὥρα νὰ ξυπνήσουμε καὶ συγχρόνως νὰ πάρουμε σωτήριες ἀποφάσεις. Σύνθημά μας καὶ ἀμετάκλητη ἀπόφαση: «Ἐγὼ καὶ ἡ οἰκογένειά μου θὰ λατρεύσουμε τὸν Κύριο», [Ἰησ. Ναυῆ κδ΄,15].

Παρακαλῶ, μὴν μᾶς διαφεύγει ὅτι εἴμαστε διπλὰ προδομένοι, πολιτικὰ καὶ Ἐκκλησιαστικά. Οἱ μέρες μας εἶναι παρόμοιες μὲ τὴν παραμονὴ τῆς πτώσεως τῆς Κωνσταντινούπολης καί, χωρὶς ὑπερβολή, ἀκόμη χειρότερα. Στὶς 12/12/1452 ἔγινε τὸ συλλείτουργο μὲ παπικοὺς καὶ στὶς 29/5/1453, φεύγοντας ἡ χάρις ποὺ σκέπαζε τὴν Πόλη, ἔγινε ἡ κατάληψή της ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς. Προηγήθηκε διαφθορὰ τῶν πνευματικῶν ἀρχόντων, τῶν πολιτικῶν καὶ αὐτοῦ τοῦ λαοῦ. Ἡ σημερινὴ πραγματικότητα-κατάσταση, εἶναι ἀναμφισβήτητα χειρότερη. Λέγεται ὅτι δὲν θὰ ἔπεφτε ἡ Πόλη ἐὰν βρίσκονταν ἔστω καὶ πέντε σωστοὶ Χριστιανοί. Ὁ καθένας ἂς κάνει τὸ καθῆκον του. Ἂς ἀναλογισθῇ τὶς εὐθύνες του.

Δὲν θέλω νὰ σκεφτεῖτε ὅτι (μὲ τὴν ἐπιστολή μου αὐτή) σᾶς μιλάω ὡς δάσκαλος (ἄλλωστε ἕνας εἶναι ὁ Δάσκαλός μας) οὔτε σὰν πατέρας (ἕνας εἶναι ὁ Πατέρας μας) ἀλλὰ σὰν ἀδελφός σας, καὶ μάλιστα σὰν τὸ μικρότερο ἀδελφάκι σας, ποὺ τὸ διακρίνει ἡ εἰλικρίνεια, ἡ ἁγνότητα, ἡ ἁπλότητα, ὁ σεβασμός, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ συστολὴ ντροπῆς, γιατί μιλάει σὲ μεγαλύτερους καὶ σεβαστοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους.

Μὲ τὴν χάρη καὶ εὐλογία τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ μας Θεοῦ, ποὺ μὲ ἀνέχεται νὰ σᾶς διακονῶ ὁλόψυχα, χωρὶς ἰδιοτέλεια, συμφέρον, ὑπολογισμοὺς καὶ σκοπιμότητα, τὴν εὐχή καὶ εὐλογία τῆς ὑπερευλογημένης Μητέρας μας, τῆς Ἀειπαρθένου Θεοτόκου, καὶ τὴν δική σας εὐχή, δεχθεῖτε, σᾶς παρακαλῶ, τὴν καρδιά μου καὶ ὅ,τι ἐν συντομίᾳ θὰ σᾶς ἐμπιστευθῇ.

Τὸ 1955, σὲ ἡλικία δεκαέξι ἐτῶν, ἡ ἀνεξερεύνητη βουλὴ τοῦ ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ μὲ ὁδήγησε στὴ μέση ἐκπαίδευση (Γυμνάσιο), χωρίς τὴν κατάλληλη προετοιμασία. Προηγήθηκαν δέκα χρόνια ἔντονης σκληρῆς «ἐκπαίδευσης» στὰ πρόβατα τοῦ πατέρα μου. Ἐκεῖ ἔμαθα τὰ πρῶτα τοῦ Θεοῦ γράμματα καὶ τὴν Βυζαντινὴ μουσική. Ἤμουν ἀληθινὸς τροβαδοῦρος τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ἄναψε ἡ Θεϊκὴ φωτιά, μὲ κράτησε καὶ μὲ κρατάει ἀκόμα στὴν πολυτάραχη ζωή μου. Ἐκεῖ εἶδα τὸν Θεό: «ᾌσω τῷ Κυρίῳ ἐν τῇ ζωῇ μου, ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω», [ψαλμ. 103,33].

Ξεκίνησα τὶς σπουδές μου μὲ τὴν ἀπόφαση ὁλοκληρωτικῆς προσφορᾶς τοῦ ἑαυτοῦ μου στὸν Θεὸ καὶ στὸν συνάνθρωπό μου. Ὅλα γιὰ ὅλα, γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὸν πλησίον, ἰδίως στὰ ἀρνία του, τὰ μικρὰ παιδιά. Ἤθελα νὰ κηρύξω Χριστὸν Ἐσταυρωμένο καὶ ἀγάπη γιὰ τὴν Πατρίδα. Παρακαλοῦσα τὸν Οὐράνιο Πατέρα μου νὰ μὲ κάνει ἱερέα καὶ δάσκαλο. Ζήτησα ἀκόμα νὰ μοῦ δώσει σύνεση καὶ διάκριση, εὐθύτητα, φρόνημα ταπεινὸ καὶ μιὰ μικρὴ «Βασιλειάδα», πράγματα ἄπιαστα, ἀδιανόητα γιὰ τὴν περίπτωσή μου καὶ γιὰ τὴν περίοδο ἐκείνη. Καὶ ὅμως, σήμερα τὰ ζοῦμε.

Τὸν πρῶτο χρόνο στὸ Γυμνάσιο, δέχτηκα δύο πνευματικά ταρακουνήματα: Τὸ πρῶτο, ἕνας συγχωριανός μου, μαθητὴς τετάρτης Γυμνασίου, στὴ συζήτησή μας ἀνέφερε ὅτι «μία ὁμάδα ἐπιστημόνων ἔκαμαν ἄνθρωπο, δηλαδὴ τὸ παιδὶ τοῦ σωλῆνα». Τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἄκουσα! Σκέφτηκα· κι ἐγὼ, ποὺ θέλω νὰ γίνω δάσκαλος καὶ παπάς, τί θὰ λέω στὰ παιδιὰ καὶ στοὺς ἀνθρώπους, ὅτι δηλαδὴ τὸν ἄνθρωπο τὸν δημιούργησε ὁ Θεός! Πόσοι, ἀλήθεια, τρελαίνονται ἀπὸ παρόμοια παραμύθια! Πόσοι κακουργοῦν στὸ ὄνομα τῆς ἐπιστήμης! Πόσα παιδιὰ χάνουν τὸν Θεό, τὴν ἐλπίδα τῆς ζωῆς τους, ἐξ αἰτίας ἡμιμαθῶν δασκάλων καὶ πνευματικὰ ἄρρωστων ὁδηγῶν, ἰδίως ὅταν φθάσουν στὴ βαθμίδα τοῦ πανεπιστημίου, ἐνῶ ἡ ἀληθινὴ ἐπιστήμη ὁδηγεῖ στὴν ἀλήθεια, καὶ φυσικὰ ὑπάρχει μία Ἀλήθεια, ὁ Χριστός.

Πέρασε ἕνα ἑξάμηνο συγκλονιστικό. Αὐτὴ ἡ περίοδος τῆς ζωῆς μου ἦταν γιὰ μένα ἡ πρόγευση τῆς κολάσεως. Πόσο δυστυχεῖς εἶναι ὅσοι, γιὰ ὁποιοδήποτε λόγο, χάνουν τὸν Πατέρα τους, τὴν Ὁδό, τὸ Φῶς, τὴν Ἀλήθεια, τὴν πηγὴ τοῦ ζῶντος ὕδατος, τὸν Θεό. Ζητοῦσα στηρίγματα, βοήθεια πνευματική. Ἀλλὰ ποῦ; Εὐτυχῶς ἔπεσαν στὰ χέρια μου ἀρκετὰ βιβλία ἀπολογητικά, ὅπως τὸ «Ἡ ἐπιστήμη ὁμιλεῖ» καὶ τὸ «Οἱ θεμελιωταί τῶν ἐπιστημῶν». Θυμᾶμαι, ἔκανα τὴ σκέψη: «Ἀφοῦ αὐτοὶ οἱ πιὸ σοφοί, οἱ πατέρες τῶν ἐπιστημῶν, πίστευαν στὸν Θεό, ἄρα ὑπάρχει Θεός». Μάλιστα, ἐνθυμούμενος τὰ βιώματά μου στὰ πρόβατα τοῦ πατέρα μου, ξαναβρῆκα τὸν ἑαυτό μου. Μᾶλλον μὲ ἐλέησε ὁ Θεός, αὐτὸς ποὺ μὲ προστάτεψε ἐκ κοιλίας μητρός, διατηρώντας με σῶο καὶ ἀβλαβῆ ἀπὸ τὰ 21 χάπια γιὰ τὴν ἐξόντωσή μου: «Ἀντελάβου μου ἐκ γαστρὸς μητρός μου», [ψαλμ. 138,13].

Αὐτὰ τὰ ἐπέτρεψε ἡ ἀγάπη τοῦ Σωτῆρα μου Χριστοῦ, γιὰ νὰ καταλαβαίνω ἀργότερα σὲ τί πνευματικὸ κενό - χάος ζοῦν ὅσοι ἀστόχησαν, λάθεψαν, ἔχασαν τὴν πηγή ὅλων τῶν ἀγαθῶν, τὸν Θεό. Ἔτσι, ἀκούω τὸν Κύριό μας νὰ μοῦ λέει: «Καὶ σύ ποτε ἐπιστρέψας στήριξον τοὺς ἀδελφούς σου», [Λουκ. κβ΄,32], «καὶ διηγοῦ ὅσα σοι ἐποίησε ὁ Θεός» (νὰ μιλᾶς τί ἔκανε σ’ ἐσένα ὁ Κύριος), [Λουκά η΄,39].

Τὸ δεύτερο γεγονὸς ἦταν μεγάλη εὐλογία Κυρίου. Εὐδόκησε ὁ Φιλάνθρωπος Κύριός μας νὰ συναντηθῶ σ’ ἕνα μικρὸ παρεκκλήσι τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας μὲ ἕναν ἱερομόναχο, Ἰωσήφ τὸ ὄνομά του, στὸν ὁποῖο πρώτη φορὰ ἐξομολογήθηκα. Μὲ προέτρεψε νὰ διαβάζω καθημερινὰ τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας. Τὸ δέχτηκα ὁλόψυχα. Τὰ ἀποτελέσματα πολλὰ καὶ θαυμαστά. Πῶς νὰ τὰ διηγηθῶ; Διστάζω, ντρέπομαι· πῶς καταδέχθηκε ἡ Παντάνασσα Μητέρα μας νὰ κάμει τόσα θαυμαστὰ σ’ ἕνα τσομπανόπουλο ἀγροίκο!

Αὐτόν, λοιπόν, τὸν ἱερομόναχο, ἐκεῖνο τὸ διάστημα, τὸν συνέλαβαν, τὸν οδήγησαν στὴν Μητρόπολη καὶ τὸν ἀποσχημάτισαν. Τοῦ ἔβγαλαν τὰ ράσα, τὸν ξύρισαν. Τοὺς παρακάλεσε νὰ τοῦ ἀφήσουν τὰ μουστάκια. Δόθηκε ἡ ἐντολὴ ἀπ’ τὸν πρωτοσύγκελο νὰ τοῦ ξυρίσουν καὶ τὰ μουστάκια, τόση σκληρότητα! Γιατὶ αὐτὴ ἡ ἀπάνθρωπη συμπεριφορά; Ποιὸ τὸ ἔγκλημα τοῦ ἁπλοῦ, ἁγίου αὐτοῦ ἱερομόναχου; Τὸ ἔγκλημά του ἦταν ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ ἀνεχθεῖ τὴν προδοσία τῆς πίστεώς μας, τῆς Ὀρθοδοξίας, μὲ τὴν βιαία ἐπιβολὴ τοῦ παπικοῦ ἡμερολογίου τὸ 1924. Σὲ ἔνδειξη διαμαρτυρίας, ἀποτειχίστηκε καὶ πιστὰ ἀκολουθοῦσε τὴν παράδοση, τοὺς ἁγίους πατέρες, τὴν μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἵδρυσε διὰ τοῦ αἵματός Του ὁ Κύριός μας καὶ μᾶς παρέδωσαν οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι καὶ οἱ Ἅγιοι τῆς ἐκκλησίας μας.

Σήμερα φθάσαμε νὰ μιλᾶμε γιὰ 30.000 ἐκκλησίες!!! Ὄντως ἐξέστημεν, τρελαθήκαμε, παραφρονήσαμε. Καὶ τὸ χειρότερο, τὰ πουλήσαμε ὅλα. Ἡ ἕνωση ἔγινε, ὑπογράφτηκε ἀπ’ τὸ 1965 καὶ εὐκαίρως - ἀκαίρως ἀκοῦμε, βλέπουμε καὶ διαβάζουμε ἐξωφρενικὰ γεγονότα σὲ βάρος τῆς ὀρθοδοξίας μας. Ὀρθόδοξοι, παπικοί καὶ προτεστάντες, βουδιστές, Ἑβραῖοι καὶ μουσουλμάνοι, μάγοι καὶ πυρολάτρες γίναμε ἕνα χαρμάνι τοῦ διαβόλου. Ἂν, δέ, ἀναλογισθοῦμε καὶ τὶς ἐμφανίσεις μεγαλόσχημων κληρικῶν μὲ χρυσοΰφαντους σάκκους, πατερίτσες καὶ μίτρες και «μερσεντές» πολυτελείας, βρεῖτε παρακαλῶ κατάλληλο χαρακτηρισμό, καὶ μάλιστα σὲ μέρες ποὺ διπλασιάστηκαν οἱ αὐτοκτονίες ἀνθρώπων ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἐπιβιώσουν αὐτοὶ καὶ οἱ οἰκογένειές τους λόγῳ τῆς οἰκονομικῆς κρίσης: «Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόματί μου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη μου», [ψαλμ. 140,3].

Τὸν ἑπόμενο χρόνο εὐδόκησε ὁ φιλάνθρωπος Κύριός μας νὰ γίνω ἱεροσπουδαστής. Βρέθηκα σὲ ἐκκλησιαστικὴ σχολή. Τότε εἶπα: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα». Τώρα ἂς πεθάνω. Βρέθηκα στὸν παράδεισο. Πολλά παιδιὰ, βέβαια, ἔφευγαν, γιατὶ οἱ συνθῆκες ἦταν πραγματικὰ σκληρές. Γιὰ μένα ἦταν συνεχεῖς διακοπές, λόγω τῆς προηγηθείσης ἐκπαιδεύσεως-σκληραγωγίας. Δύο χρόνια κράτησε ὁ παράδεισός μου. Ἄρχισα νὰ συνειδητοποιῶ ὅτι κάτι δὲν πάει καλά. Ἐν τῷ μεταξύ τιμήθηκα μὲ πολλὰ ἀξιώματα. Νομίζω ἦταν λάθος τοῦ κ. Διευθυντοῦ, γιατὶ αὐτὸ προκάλεσε φθόνο μὲ ὀδυνηρές συνέπειες γιὰ μένα.

Τότε ἄρχισε πιὸ ἐντατικὴ ἐκπαίδευση. Ἔπεσε βάσκανο μάτι, ἔπεσε φοβερός φθόνος, ζήλια· τὶς συνέπειες ἀκόμα τὶς ἀντιμετωπίζω. Ἔγινε ἀληθινὸς σκόλοπας κατά τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Ὅμως «εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον». Ὅταν συναντοῦσα τὶς δυσκολίες, ἐνοχοποιοῦσα τὸν ἑαυτό μου, προσπαθοῦσα νὰ γίνω πιὸ σωστός. Ὅσο, ὅμως, προσπαθοῦσα νὰ γίνω καλύτερος (αὐτὸ διαπιστώνω καὶ σήμερα ποὺ εἶμαι πλέον γέρων) τόσο περισσότερο συναντοῦσα ὅλο καὶ μεγαλύτερες δυσκολίες. Τώρα γνωρίζω, σύμφωνα μὲ τοὺς ἁγίους πατέρες καὶ μάλιστα τὴν Ἁγία Γραφή, ὅτι, ὅπου πολλές δοκιμασίες, ἐκεῖ ἀναπαύεται τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, [Α΄ Πέτ. δ΄,12-14].

Κατέληξα στὸ συμπέρασμα ὅτι στὴν πραγματικότητα οἱ ὑψηλὰ ἱστάμενοι δὲν θέλουν τίμιους, ἠθικούς, εὐσεβεῖς ζηλωτές, εἰλικρινεῖς, εὐθεῖς, συνεπεῖς σ’ αὐτὰ ποὺ μᾶς ἐπιτάσσει ὁ Κύριος, καὶ τότε καὶ περισσότερο τώρα. Ἤθελα ν’ ἀλλάξω σχολή. Μοῦ ἦταν ἀδύνατο. Ὁ πατέρας μου δὲν τὸ ἤθελε, ἦταν τῆς γνώμης «πέτρα ποὺ κυλάει, μαλλὶ δὲν βγάζει», ὅπως ἔλεγε. Ἴσως νὰ εἶχε δίκαιο.

Στὰ δεκαεννέα μου χρόνια μὲ κάλεσε ὁ οἰκεῖος ἐπίσκοπος, μὲ σκοπὸ νὰ ἀφήσω τὸ ἀναλόγιο τοῦ ἱεροψάλτη ποὺ ἤμουν, νὰ μὲ χειροτονήσει διάκονο καὶ νὰ τὸν ἀκολουθῶ ὅπου πηγαίνει. Στὴ συνέχεια νὰ μὲ στείλει στὴ θεολογικὴ σχολὴ τῆς Χάλκης (τότε λειτουργοῦσε). Θὰ μὲ ἔκανε πρωτοσύγκελο καὶ... Αὐτὰ δὲν μὲ ἀνέπαυαν καί, ὕστερα ἀπ’ ὅσα διαπίστωσα, κατέληξα νὰ προτιμήσω τὴν ταπεινὴ ὁδὸ τοῦ ἔγγαμου κληρικοῦ παρὰ τὴν ἀρχικῶς ἀντίθετή μου ἐπιθυμία.

Εὐχαριστῶ τὸν Θεὸ ποὺ ἐπέλεξε νὰ ἀκολουθήσω τὴν ταπεινὴ ὁδό, ἄσχετα ποὺ ἔχει περισσότερα βάσανα, ὅπως τὸ λέει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Σᾶς λυπᾶμαι τοὺς ἔγγαμους, λέει, γιατὶ θὰ ἔχετε περισσότερες θλίψεις», [Α΄ Κορ. ζ΄,28], κάτι ποὺ τότε δὲν μποροῦσα ὁμολογῶ νὰ καταλάβω, καὶ τὸ ἄλλο ποὺ λέει ὁ λαός: «Βαριὰ ἡ καλογερικὴ ἀλλὰ καὶ ὁ γάμος ἀσήκωτος». Πάντως, τὴν τελευταῖα χρονιά, θυμᾶμαι, ὕψωνα τὰ χέρια μου στὸν οὐρανό καὶ παρακαλοῦσα: «Θεέ μου, πάρε τὴν ψυχή μου, δὲν θέλω νὰ ζῶ». Ἥμαρτον, Σωτῆρα μου, δὲν γνώριζα τί ἔλεγα.

Δόξα τῷ Θεῷ, παρ’ ὅλα αὐτά, πῆρα τὸ πτυχίο κανονικὰ μὲ πολλὰ ψυχικὰ τραύματα. Ἕνα-δύο θὰ ἀναφέρω γιὰ πιστοποίηση. Ὅταν κατὰ καιροὺς ἐρχόταν ὁ λογισμὸς «γιατί, Κύριε, ὅλες αὐτὲς οἱ δοκιμασίες;», ἔπαιρνα τὴν ἀπάντηση «γιὰ νὰ σὲ ἐκπαιδεύσω· ὡς διδάσκαλος, νὰ μὴν κάνεις ὅ,τι ἔκαναν σ’ ἐσένα οἱ διδάσκαλοί σου· ὡς ἔγγαμος, νὰ καταλαβαίνεις τοὺς πονεμένους καὶ ἀδικημένους συζύγους· ὡς ἱερέας, νὰ ἀκολουθήσεις Ἐμένα χωρὶς νὰ βλέπεις δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τί κάνει ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος».

Τὸ δεύτερο ποὺ ἔχω ν’ ἀναφέρω εἶναι ὅτι μόνο ὁ Κύριός μας μὲ τὸ Θεϊκό Του «κατσαβίδι» μπορεῖ καὶ μᾶς ρυθμίζει σωστά. Ἂν κάποιος ὑπερεκτιμάει τὸν ἑαυτό του, τὸν προσγειώνει ὁμαλά. Ἂν εἶναι πεσμένος (πεσιμιστής, ἀπαισιόδοξος), τὸν ἀνεβάζει πνευματικά, ὅπως ἡ πανσοφία καὶ ἡ ἀγάπη Του γνωρίζουν.

Νὰ δοῦμε τὴν ἀλήθεια, ἀγαπημένα μου ἀδέλφια, κατάματα. Μόνο αὐτὴ μᾶς ἐνδιαφέρει, γιατὶ ἐλευθερώνει καὶ σώζει. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι τὴν πατρίδα σχεδὸν τὴν χάσαμε. Τὸ σχεδὸν φανερώνει ὅτι ἐμεῖς, ὡς ἄνθρωποι, ὄντως τὴν πωλήσαμε, μένει μόνο τί θὰ πεῖ τὸ Ἀφεντικὸ ἀπὸ πάνω. Ἐὰν μείνουμε, ὅπως εἴμαστε, ἀμελεῖς, ἀδρανεῖς, ὑποκριτές, δίψυχοι, Ἑλλάς Τέλος.

Τὴν πίστη, τὸ σπουδαιότερο ἀπ’ ὅλα, τὴν προδώσαμε. Φραγγέψαμε. Γίναμε τὸ ἴδιο μὲ τὰ ἔθνη – αἱρετικούς, παπικούς, προτεστάντες – καὶ πᾶμε μὲ μασόνους Ἑβραίους, μουσουλμάνους, βουδιστές, μάγους, πυρολάτρες καὶ δὲν συμμαζεύεται. Χαρμάνι τοῦ διαβόλου. Αὐτὸ ἄλλωστε θέλει ὁ Ἑωσφόρος. Αὐτὸ θὰ βρεῖ ὅπου νά ’ναι ὁ ἐρχόμενος πλανητάρχης-ἀντίχριστος.

Ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα. Ὅποιοι ἔχουν ἄλλη γνώμη, ἂς ψάξουν, ἂς ταπεινωθοῦν γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ δοῦν τὴν ἀλήθεια. Διαφορετικὰ εἶναι ἐπικίνδυνα ἄρρωστοι καὶ προκαλοῦν τὸν θάνατο στὸν ἑαυτό τους, χωριζόμενοι ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν πλάνη τους, ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς ποὺ ἐπηρεάζουν, ὥστε νὰ ἐφαρμόζεται ὁ λόγος τοῦ Κυρίου: «Σεῖς δὲν μπαίνετε στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ μποῦν τοὺς ἐμποδίζετε», [Ματθ. κγ΄,14].

Καὶ τώρα τὸ καυτὸ ἐρώτημα: Τί νὰ κάνουμε; Νὰ ὁμοιάσουμε μὲ τοὺς σωστοὺς ὁδοδείκτες πρὸς τὸν Σωτῆρα, νὰ κάνουμε ὅ,τι ἔκανε ὁ Κύριός μας. Ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Οὐράνιου Πατέρα μας. Ὑπακοὴ στὴν Μητέρα μας, τὴν Θεόνυμφη Κόρη ποὺ ἀκολουθοῦσε ὡς ἀμνὰς τὸν ἄρνα, ὅταν ὁδηγοῦσαν τὸν Υἱό Της, ὡς πρόβατον, ἐπὶ σφαγῇ.

Τέλος, ἂς γίνει δάσκαλός μας μία κλώσσα. Ναί, αὐτὸ τὸ ἄλογο πτηνό. Ἀπὸ τὶς ὀκτὼ φωνὲς ποὺ γνωρίζει ἡ κλώσσα καὶ τὰ κλωσσόπουλά της, μία ἀπ’ αὐτὲς εἶναι ποὺ λέει «κίνδυνος-θάνατος». Βλέπετε, λοιπόν, ὅλα τὰ μικρά, ὅσα κι ἂν εἶναι, μόλις ἀκούσουν τὸ σύνθημα, σὰν βολίδες τρέχουν ἢ κάτω ἀπὸ τὶς φτεροῦγες τῆς μάνας ἢ σὲ ὅποιοδήποτε ἄλλο ἀσφαλές μέρος ὑπάρχει κοντά τους γιὰ νὰ σωθοῦν.

Τὸ σύνθημα σήμερα μᾶς τὸ δίνει ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος: «Ἐξέλθετε, ἀφορίσθητε (ξεχωρίστε), κόψτε κάθε δεσμὸ μὲ αἱρετικοὺς καὶ αἱρετίζοντες». Ἀγωνιᾷ γιὰ τὸν καθένα μας ὁ Λυτρωτής, ὅπως στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Θέλει ὅλοι νὰ σωθοῦμε. Κανένας νὰ μὴ χαθεῖ. Ὅσο γιὰ τὴν κρισιμότητα τῶν καιρῶν, μᾶς προειδοποίησε: «Ὅταν θὰ ξανάρθω, ἄραγε, θὰ βρῶ τὴν πίστη στὴν γῆ;», [Λουκ. ιη΄,8]. Εἶπε ὁ Κύριος τὰ λόγια αὐτά, γιατὶ γνώριζε τὴν ἀμέλειά μας, τὴν τεμπελιά μας, τὴν ἀδιαφορία μας γιὰ τὰ πνευματικὰ καὶ αἰώνια ἀγαθὰ ποὺ μᾶς περιμένουν.

[εἰκόνα 6η: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ Μητέρα σου»]

 Ἀγαπημένα μου ἀδέλφια, μεγάλα καὶ μικρά.

Πενήντα χρόνια παρακολουθῶ σύμφωνα μὲ τὸ πατερικὸ «τοὺς καιροὺς καταμάνθανε, τὸν ὑπέρκαιρο προσδόκα», [Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος]. Αὐτὸ σημαίνει: «νὰ παρακολουθῶ ὡς ποιμένας τί γίνεται γύρω μας καὶ νὰ περιμένουμε αὐτὸν ποὺ εἶναι πάνω ἀπ’ τὰ συμβαίνοντα, δηλαδὴ τὸν ἐρχομό Του».

Στὸ διάστημα αὐτό, βλέποντας τὶς προδοσίες, μεγάλες καὶ μικρές, ἔντονα παρακαλοῦσα: «Κύριε, γνώρισέ μου τὶ νὰ κάμω». Ἡ ἀπάντηση ποὺ δόθηκε ἦταν: «Σταμάτα τὸ θέατρο», δηλαδὴ σταμάτα τὴ μνημόνευση τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου. Γιατί, ὅταν ἔλεγα τὴν ἐκφώνηση: «Ἐν πρώτοις μνήσθητι Κύριε τοῦ ἀρχιεπισκόπου (τάδε), ὃν (τὸν ὁποῖο) χάρισε σῶον, ἔντιμον, μακροημερεύοντα καὶ ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς Σῆς ἀληθείας», ἄκουγα μία ἐσωτερικὴ φωνὴ ποὺ μοῦ ἔλεγε: «Τί λὲς τώρα; Ὀρθοτομεῖ ὁ ἐπίσκοπός σου τὴν ἀλήθεια;». Ἀσφαλῶς ὄχι, ἀφοῦ ἀκολουθεῖ τὸν πατριάρχη, τὸν ἀρχιεπίσκοπο καὶ, βεβαίως, τὸν δυστυχέστερο τῶν ἀνθρώπων, τὸν πάπα Ρώμης, τὸν ἀλάθητο καὶ πρῶτο στοὺς ἐπισκόπους!

Γιὰ νὰ εἶμαι, λοιπόν, συνεπὴς στὸν Λατρευτὸ μου Κύριο, τὸν Εὐεργέτη μου, τὸν Σωτῆρα, τὸν ἀληθινό μου Ἀρχιερέα καὶ Ποιμενάρχη, ἀκούω τὴν φωνή Του καὶ τὸν ἀκολουθῶ ἀνεπιφύλακτα. Ἀπ’ τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ εὐδόκησε καὶ ἀπάντησε στὸ ἀπὸ δεκαετίες αἴτημά μου «γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν, ἐν ᾗ πορεύσομαι», στὶς 22 Νοεμβρίου 2006 ἀποτειχίστηκα. Ἐπέστρεψα, σὰν τὸν Ὀνήσιμο, στὸν Οὐράνιο Πατέρα, γιατὶ ἤμουν ἀνακόλουθος, δηλαδή παρουσιαζόμουν ὡς ὀρθόδοξος ἀλλὰ δὲν ἤμουν. Βρισκόμουν στὴν παναίρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ, κατὰ κοινῇ ὁμολογίᾳ. Τὸ πῶς ὁ καθένας ξεγελάει τὸν ἑαυτό του ἢ καὶ ἄλλους, αὐτὸ εἶναι πρόβλημά του. Ἂς ὄψεται.

Ἐπειδὴ ὑπολειπόμουν στὸ ἡμερολογιακὸ πρόβλημα, δηλαδὴ μὲ βάραινε ἕνα σχίσμα χωρὶς καμιὰ ἀντιλογία, γιατὶ τὰ περισσότερα ἐπὶ τοῦ θέματος εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ: «Φίλος Πλάτων, φιλτάτη ἡ ἀλήθεια». Κατανοοῦμε ὅσους δὲν μποροῦν νὰ ποῦν τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ ἡ Ἀλήθεια εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ δὲν μποροῦμε νὰ παίζουμε «ἐν οὐ παικτοῖς». Νὰ κοροϊδεύουμε, δηλαδή, τὸν Χριστὸ καὶ ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους. Ἂς ταπεινωθοῦμε καὶ σιωπηλά νὰ ὁμολογήσουμε τὴν πνευματική μας ἀσθένεια τουλάχιστον.

Ἐπειδή, ἐπαναλαμβάνω, τὸ ἡμερολογιακό πρόβλημα ἀπὸ Ἐκκλησιαστικό-Ἑλληνικό-Πατερικὸ ἔγινε παπικὸ τὸ 1924 πραξικοπηματικά, ἀνορθόδοξα καὶ σκόπιμα, μὲ ἀπώτερο σκοπό νὰ φθάσουμε ἐδῶ ποὺ φθάσαμε. Δηλαδή, ἀντὶ γιὰ διάλογο, καὶ στὴ συνέχεια ἕνωση τῶν κακῶς λεγομένων «ἐκκλησιῶν» (γιατὶ ἡ Ἐκκλησία πάντα ἦταν Μία καὶ θὰ εἶναι «ἕως συντελείας») φθάσαμε στὸ ἀπίστευτο σημεῖο νὰ ἀμνηστευθοῦν, νὰ ἀγνοηθοῦν ὅλες οἱ πλάνες τῶν αἱρετικῶν παπικῶν καὶ τὸ πιὸ φοβερὸ καὶ ἐξωφρενικὸ ν’ ἀναγνωριστεῖ πλανητάρχης ὁ πάπας, δηλαδὴ πρῶτος ἀνάμεσα στοὺς ἐπισκόπους!!! Καὶ στὴν συνέχεια νὰ ἑνωθοῦμε μὲ 30.000 ἄλλες αὐτοαποκαλούμενες ἐκκλησίες! Πράγματι φρικτό.

Ἐπειδή, ἐξ αἰτίας τοῦ ἡμερολογιακοῦ, δημιουργήθηκε μέγα πρόβλημα. Δίχασε τὴν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τοὺς πιστούς, χύθηκε αἷμα, ποδοπατήθηκαν δισκοπότηρα μὲ θεία κοινωνία, ὅπως καὶ ἐπιτάφιοι, καὶ ἄλλα ἀναρίθμητα καὶ ἀκατονόμαστα ἔκτροπα. Ἐπὶ ἕξι χρόνια περίμενα νὰ γίνει συλλογικὴ ἀποτείχιση, δηλαδὴ πολλοὶ μαζὶ κληρικοί, θεολόγοι καὶ λαϊκοί ν’ ἀκολουθήσουν τὸν Κύριό μας, ὁ ὁποῖος μᾶς παρακαλεῖ ὅπως τοὺς μαθητές Του στὸν κήπο τῆς Γεθσημανῆ. Εἶναι ὄντως ἐπιταγὴ τῶν καιρῶν.

Ἀλλὰ τί κρίμα! Πάλι ἐξαπατηθήκαμε, ξεγελαστήκαμε. Μόνο λόγια, ὡραῖες ὁμολογίες, ἀποτειχίσεις ἀνώδυνες. Κανένας δὲν κατονομάζει τοὺς αἱρετικοὺς ποιμένες καὶ αἱρετίζοντες. Ἂν γινόταν αὐτό, δηλαδὴ συλλογικὴ ἀποτείχιση, τότε κάθε καλοπροαίρετος, ἱερέας ἤ λαϊκός, θὰ εὔρισκε τὸν δρόμο τὸν ὀρθό. Εἴτε βρίσκεται στὸ πάτριο, τὸ ὁποῖο κακοποιήθηκε ἀφοῦ ἔγιναν σοβαρότατα λάθη, εἴτε στὸ παπικὸ χαρακτηριζόμενο ἡμερολόγιο, γιατὶ δυστυχῶς ὁ ἀρχέκακος ὄφις ἔπλεξε ἄριστα τὸ καλάθι του καὶ στὰ δύο ἡμερολόγια κ.λπ., καὶ ἀπὸ δῶ ἀρχίζουν οἱ προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις. Ντροπή μας.

Εἶναι κατάλληλος καιρὸς γιὰ μετάνοια καὶ σωτήριες ἀποφάσεις. Μὴν ξεχνᾶμε, τὸ πρῶτο ποὺ θὰ μᾶς χρειαστεῖ στὸν δρόμο γιὰ τὴν μόνιμη πατρίδα εἶναι «ἡ ὀρθὴ πίστη». Γι’ αὐτό, μὲ τὴν ἀρχὴ τοῦ Τριωδίου ποὺ συναντιόμαστε στὴν ἀλήθεια, δηλαδὴ στὴν ἑορτολογικὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ προσχωροῦμε σὲ καμία ἄλλη ἐντείχιση ἤ ἐκκλησιαστικὸ σύστημα, εὔχομαι νὰ παραμείνουμε πιστοὶ «ἄχρι θανάτου» καὶ ὁ Κύριός μας νὰ μᾶς χειραγωγεῖ καὶ δυναμώνει σ’ ὅλη μας τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ καὶ μέχρι τὸν θρόνο τῆς μεγαλοσύνης Του, ὥσπου νὰ βρεθοῦμε στὴ νέα μας οἰκογένεια ἐν Οὐρανοῖς. Ἀμήν.

Μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας, τὴν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν, τὸν σεβασμὸ ποὺ μᾶς δίδαξε νὰ δίνουμε στοὺς ἀδελφούς μας καὶ τὶς εὐχὲς τῆς Θεόνυμφης Μητέρας μας καὶ ὅλων τῶν ἀδελφῶν μας, ἁγίων, ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων, σᾶς ἀσπάζομαι ὡς παππούς, πατέρας καὶ μικρότερος ἀδελφός σας.

 

Ὁ δικός σας Διάκονος

 

Πάσχα 2013

 

 

← 1. Ὁ Δάσκαλός σας, Διάκονος-Ὑπηρέτης Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ παιδιῶν Του

→ 3. Ἀγαπητό μου παιδί: Ἐπιστολὴ πρὸς μαθητὲς/μαθήτριες τοῦ Κυρίου

→ 4. Ἀπαντητικὲς ἐπιστολὲς παιδιῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (Γυμνάσιο Βασιλικῶν Θεσσαλονίκης)

→ 5. Ἀπαντητικὲς ἐπιστολὲς παιδιῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (Γυμνάσιο Ἀσκοῦ Θεσσαλονίκης)

→ 6. Ἀπαντητικὲς ἐπιστολὲς τῶν παιδιῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (Γυμνάσια πόλεως Θεσσαλονίκης)

→ 7. Ἀπαντητικὲς ἐπιστολὲς τῶν παιδιῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (Λύκειο Βασιλικῶν Θεσσαλονίκης)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

1. Ὁ Δάσκαλός σας, Διάκονος-Ὑπηρέτης Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ παιδιῶν Του

Ἐπειδὴ ὅ,τι εἶναι ἀληθινὸ δὲν χάνει ποτὲ τὴν ἀξία του καὶ τὴν ἐπικαιρότητα , ἀποφάσισα νὰ φέρω στὸ φῶς «διάλογο καρδιῶν» Δασκάλου μέσης ἐκπ...