Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2022

1. Ὁ Δάσκαλός σας, Διάκονος-Ὑπηρέτης Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ παιδιῶν Του


Ἐπειδὴ ὅ,τι εἶναι ἀληθινὸ δὲν χάνει ποτὲ τὴν ἀξία του καὶ τὴν ἐπικαιρότητα, ἀποφάσισα νὰ φέρω στὸ φῶς «διάλογο καρδιῶν» Δασκάλου μέσης ἐκπαίδευσης μὲ τοὺς μαθητές του.

Τὶς διάβασα μονορούφι

Ὅταν κάποτε ἔδωσα ἑκατὸ περίπου ἀνώνυμες ἐπιστολὲς μαθητῶν Γυμνασίου & Λυκείου στὸν τότε ἐπίσκοπό μου, τὶς δέχτηκε μὲ ἐπιφύλαξη. Ὅταν τὸν συνάντησα, μετὰ ἀπὸ δεκαπέντε ἡμέρες, μοῦ εἶπε μὲ ἐνθουσιασμό: «Ὅταν τὶς πῆρα, εἶπα ποιὸς θὰ διαβάσει τόσες ἐπιστολές; Ἀς πάρω μία· ὁμολογῶ, τὶς διάβασα μονορούφι». Καὶ πρόσθεσε: «Αὐτὸ ποὺ κάνεις στὰ σχολεῖα, ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ τὸ κάνω». Τὰ γράφω αὐτὰ γιατὶ τιμοῦν τὸ πρόσωπο τοῦ ἐπισκόπου.

Εὐγνωμοσύνη στὴν πρεσβυτέρα μου

Στὸ σημεῖο αὐτὸ θεωρῶ δίκαιο νὰ καταθέσω τὴν εὐγνωμοσύνη μου στὸ σεβαστὸ πρόσωπο τῆς πρεσβυτέρας μου Στυλιανῆς, ἡ ὁποία πάντοτε, μὲ τὴν ἀναχώρησή μου γιὰ τὸ σχολεῖο, γονάτιζε κάνοντας στὴ Μεγαλόχαρη παράκληση γιὰ τὴν ἐπιτυχία τῆς ἀποστολῆς μου.

Αἰωνία της ἡ μνήμη.

Διάκονος, Δάσκαλος, Ὑπηρέτης Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ παιδιῶν Του

Γιὰ τὸν ἑαυτό μου ἔχω τὴ γνώμη, ποὺ εὐκαίρως - ἀκαίρως ὁμολογῶ στὰ κηρύγματά μου, ὅτι εἶμαι Διάκονός Του καὶ τῶν παιδιῶν Του. Αἰσθάνομαι καὶ τὴν βασιλική μου ἰδιότητα, εἶμαι πεπληρωμένος. Ἐπειδὴ εἶναι πίστη μου καὶ πεποίθηση ὅτι αὐτὸ ποὺ γινόταν στὶς καρδιὲς τῶν παιδιῶν ἦταν καθαρὰ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ δὲν θέλω κἂν νὰ ἀναφερθεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Δασκάλου. Ζητῶ τὴν κατανόησή σας. «Ἔχω οὖν καύχησιν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τὰ πρὸς τὸν Θεόν· οὐ γὰρ τολμήσω λαλεῖν τι ὧν οὐ κατειργάσατο Χριστὸς δι᾿ ἐμοῦ εἰς ὑπακοὴν ἐθνῶν λόγῳ καὶ ἔργῳ» [Ρωμ. ιε΄,17-18]. Μὲ ἁπλὰ λόγια: «Μπορῶ, λοιπόν, χάρι στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ καυχῶμαι γιὰ τὴν ὑπηρεσία μου πρὸς τὸν Θεό. Δὲν θὰ τολμήσω, δέ, νὰ ὁμιλήσω γιὰ κάτι ποὺ δὲν ἔκανε ὁ Χριστὸς μὲ λόγο καὶ ἔργο».

Ὅταν πρωτοπῆγα στὴν ἐκπαίδευση, δὲν μποροῦσα νὰ βάλω δύο - τρεῖς λέξεις στὴ σειρὰ λόγῳ ὑπερκόπωσης καὶ ἀνθρώπινης κακίας. Ἤμουν καταρρακωμένος ψυχοσωματικά. Μὲ θεράπευσαν ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ παιδιά. Ἐκφράζω τὴν εὐγνωμοσύνη μου στὸν Θεὸ καὶ στὰ μικρὰ ἀδέρφια - μαθητές μου.

Ἀληθινά, θὰ μποροῦσαν νὰ γραφοῦν βιβλία γι’ αὐτὰ ποὺ βίωσα μὲ τὰ παιδιά. Ἔβαλαν τὴ σφραγίδα τους στὸν χαρακτήρα μου. Ἡ ζωή μου μετὰ τὰ σαράντα (τόσων ἐτῶν ἤμουν ὅταν πῆγα στὴν ἐκπαίδευση) ἄρχισε τὴν ἀντίστροφη μέτρηση. Σήμερα εἶμαι ὀγδόντα τριῶν ἐτῶν, μὰ τὴν καρδιά μου τὴν αἰσθάνομαι τριῶν μὲ πέντε ἐτῶν. Σωματικά εἶμαι «δυόμισι ἐτῶν», σύμφωνα μὲ τὸ PSA (ἰατρικὴ ἐξέταση), εὐλογία μετὰ ἀπὸ κακοήθη καρκίνο.

Πῶς ἐξηγεῖται αὐτό; Θὰ τὸ βρῆτε καὶ στὸ κατὰ Ματθ. ιθ΄,14, ὅπου ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «ἀφήστε τὰ παιδιὰ καὶ μὴν τὰ ἐμποδίσετε νὰ ἔρθουν κοντά μου, γιατὶ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀνήκει σὲ ἀνθρώπους ποὺ εἶναι σὰν αὐτά», καὶ στὸ κατὰ Μάρκ. ι΄,14-15: «ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρός με, καὶ μὴ κωλύετε αὐτά· τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Ὅταν ἤμουν τσομπανόπουλο, γύρω στὰ δεκατρία μὲ δεκατέσσερά μου, ἔκαιγε μέσα μου μία Θεϊκὴ φωτιά, νὰ προσφέρω τὸν ἑαυτό μου στὴν Ἐσταυρωμένη Ἀγάπη καὶ στὸν πλησίον. Αὐτὸ τὸ κατάλαβα ἀπὸ τὴν Ε΄ τάξη τοῦ Δημοτικοῦ.

Ὡς ἔμβρυο στὰ σπλάχνα τῆς μητέρας μου

Θεωρῶ ὅτι εἶναι καλὸ νὰ πάρω τὰ πράγματα ἀπ’ τὴν ἀρχή. Ὅπως μοῦ ἔλεγε ἡ Μητέρα μου, ὅταν διεπίστωσε ὅτι εἶμαι στὰ σπλάχνα της ταράχτηκε. Ἤμουν τὸ τέταρτο παιδί. Οἱ οἰκονομικὲς συνθῆκες ἦταν πολὺ δύσκολες. Πῆρε τότε εἴκοσι ἕνα χάπια μὲ σκοπὸ τὴν ἐξόντωσή μου. Ἀλλὰ μὲ ἀνέλαβε Ἐκεῖνος, ὁ Λατρευτός μου Ἰησοῦς Χριστός: «Σὲ ἀνέλαβα ἀπ’ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας σου» [ψαλμ. 21,11 ψαλμ. 70,6  ψαλμ. 138,13]. Μὲ κράτησε στὴ ζωή. Στὴ συνέχεια, μοῦ λέει ἡ μητέρα μου, ἔμεινε κοντά μου τρεῖς ἡμέρες. Τὴν τέταρτη καὶ ἑξῆς μὲ φάσκιωνε, μοῦ ἔδινε νὰ φάω τὸ πρωῒ καὶ μετὰ ξανὰ τὸ βράδυ. Ἦταν ἀναγκασμένη νὰ πάει στὴ δουλειά, στὸν θερισμό. Ἔτσι πέρασαν περίπου τρία δύσκολα χρόνια.

Ἡ βοήθεια τῆς Θείας Πρόνοιας τότε καὶ τώρα

Τελευταῖα, πρὶν λίγες ἑβδομάδες, τὴν ὥρα τοῦ κηρύγματος κατάλαβα νὰ σβήνουν τὰ πάντα καί, ἐνῶ κατέρρεα σωματικά, ἀόρατα χέρια αἰσθάνθηκα νὰ μὲ κρατοῦν γιὰ νὰ μὴν πάθω κακό. Μετὰ ἦρθαν τὰ χέρια τῶν πιστῶν. Ὁμοίως, σὲ αὐτοκινητιστικὸ ἀτύχημα πρὸ ἐτῶν μὲ τὴν ἐπίκληση «Παναγία μου» αἰσθάνθηκα βρέφος μέσα στὴν Μητρικὴ ἀγκαλιά Της. Καὶ παρὰ τὶς ὀκτὼ τούμπες τοῦ αὐτοκινήτου σὲ διεθνὴ δρόμο, ὅπως καταθέτει ὁ συνοδηγός, δὲν κατάλαβα τίποτε.

Ὅπως καὶ ἄλλη φορά, πάλι μὲ αὐτοκίνητο, λόγῳ πάγου, ἔφευγε ἀκυβέρνητο σὲ χαράδρα ἑκατὸ μέτρων. Μὲ τὴν ἐπίκληση «Κύριε, σῶσε μας» – εἶχα δίπλα μου ἕναν μαθητὴ σὲ ἀπόσταση ἑνός μέτρου – ἄλλαξε πορεία τὸ ὄχημα. Τὰ κατέθεσα αὐτὰ γιὰ νὰ μὴν ξεχνᾶμε τὴν ἀγάπη καὶ τὴ φροντίδα τοῦ Οὐράνιου Πατέρα μας.

Στὸν ἐμφύλιο πόλεμο

Ἐνθυμοῦμαι τὰ πρῶτα χρόνια, καὶ τὰ ὑπόλοιπα τῆς Δημοτικῆς ἐκπαίδευσης. Ἦταν μαρτυρικά. Ἀφ’ ἑνὸς ὁ ἐμφύλιος ἢ «συμμοριτοπόλεμος» καὶ ἀφ’ ἐτέρου ἡ ἀδιαφορία τῶν κηδεμόνων γιὰ τὸ διάβασμα. Μέχρι τὰ ἑβδομήντα μου χρόνια εἶχα ἐφιάλτες. Νὰ μὴν τὰ ξαναζήσουμε.

Ἤμασταν τέσσερις - πέντε προσφυγικὲς οἰκογένειες μέσα σὲ μιὰ αἴθουσα Δημοτικοῦ σχολείου. Ἐκεῖ ἦταν ὅλο τὸ νοικοκυριό. Συνθῆκες ἄθλιες. Ὅταν ἠχοῦσαν οἱ σειρῆνες καὶ μᾶς εἰδοποιοῦσαν ὅτι ἄρχιζαν οἱ μάχες, ἐμεῖς τὰ παιδιὰ τρέμαμε, σὰν τὰ ψάρια ἔξω ἀπ’ τὸ νερό, ἀπ’ τὸν φόβο μας μὴν μποῦν μέσα οἱ ἀντάρτες. Ταμπούρωναν τὶς πόρτες. Φοβερὰ χρόνια. Ὅσο γιὰ τὰ γράμματα καὶ τὸ σχολεῖο, δὲν μᾶς ἔδινε σημασία κανείς· καμία βοήθεια, κανένας. Τὰ «κόμπλεξ» τῶν παιδιῶν ποὺ ἤμασταν ἀπὸ χωριά πολλὰ καὶ μεγάλα. Τὸ 1949 γυρίσαμε στὰ χωριά μας. Τὸ 1950 ἤμουν στὴν Ε΄ τάξη, δηλαδὴ δέκα ἐτῶν.

Θὰ πνιγόμουν

Τὸν Ἀπρίλιο γιὰ μένα τελείωνε τὸ σχολικὸ ἔτος, γιατὶ μοῦ ἀνέθεταν σαράντα ἀρνάκια· χρειάζονταν καὶ δεύτερο βοσκό. Ἦταν, τότε, Μάϊος μήνας. Λίγες μέρες πρωτύτερα ἔβρεξε καὶ φούσκωσε τὸ ποτάμι. Ἕνα ἀρνάκι ἔχασε τὴν ἰσορροπία του καὶ ἔπεσε μέσα. Ἀπ’ τὴ φωνή του κατάλαβα ὅτι κάτι ἄσχημο συμβαίνει. Μόλις τὸ εἶδα στὴ μέση τοῦ ποταμοῦ, ἄφησα τὸν τορβὰ καὶ τὴν γκλίτσα καὶ ρίχτηκα μὲ τὰ ροῦχα στὸ ποτάμι νὰ τὸ σώσω. Δὲν γνώριζα πόσο δύσκολο εἶναι τὸ κολύμπι στὸ ποτάμι μὲ τὰ ροῦχα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κινδυνεύσω νὰ πνιγῶ.

Κατὰ Θείᾳ οἰκονομίᾳ τὰ δένδρα, ποὺ ἦταν στὴν ὄχθη, εἶχαν τὰ κλαδιά τους κοντὰ στὸ νερό. Μὲ πολὺ προσοχὴ πιάστηκα ἀπὸ ἕνα λεπτὸ κλαδί. Μετὰ ἀπὸ ἕνα κλαδὶ πιὸ δυνατό. Ἔτσι βγῆκα ἀπ’ τὸ ποτάμι. Στὴ συνέχεια ἔβγαλα τὰ ροῦχα μου, ρίχτηκα ξανὰ στὸ ποτάμι, καὶ τότε μὲ ἄνεση ἔσωσα τὸ ἀρνάκι. Ἡ ἀγάπη μου γι’ αὐτὰ ἦταν μεγάλη. Παρὰ λίγο νὰ μοῦ στοιχίσῃ τὴ ζωή. Σώθηκα, δηλαδή, ἀπό βέβαιο πνιγμό.

[εἰκόνα 1η: «...χρειάζονταν καὶ δεύτερο βοσκό»]

Τὸ καλύτερο κρέας

Θυμᾶμαι ὅτι, μετὰ ἀπὸ δύο μῆνες, τὰ ἀρσενικὰ τὰ δίναμε στὸ σφαγεῖο. Ἔλεγαν, λοιπόν, οἱ μεγάλοι ὅτι τὰ κρέατα ἀπ’ τὰ ἀρνιὰ τοῦ «τάδε» ἔχουν τὸ καλύτερο κρέας, δηλαδὴ τὰ δικά μας. Ποῦ ὠφείλετο αὐτό; Ἡ ἐξήγηση εἶναι ὅτι βοσκοῦσαν καὶ μεγάλωναν μὲ πολὺ ἀγάπη. Καὶ ἐπιπλέον, ὅλη τὴν ἡμέρα ἄκουγαν ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους. Ἤμουν ἕνας μικρὸς τροβαδοῦρος τοῦ Χριστοῦ μας σ’ ὅλη μου τὴν ποιμενικὴ ζωὴ, ἀλλὰ καὶ μετὰ, ὅταν μὲ τὴ θέλησή Του, κατὰ θαυμαστὸ τρόπο, βρέθηκα ἀνέλπιστα στὴ Μέση ἐκπαίδευση. Ὥσπου μὲ κάλεσε ὁ Θεὸς στὴν ἱερωσύνη. Κάνοντας ὑπακοὴ στοὺς γονεῖς μου καὶ ὄντας τὰ καλοκαίρια μαζί τους, τελείωσα τὴν πρώτη τάξη τοῦ Γυμνασίου καὶ πῆγα ἄλλα ἔξι χρόνια σὲ ἐκκλησιαστικὴ σχολή. Ἡ ἐκπαίδευσή μου ἦταν τόσο σκληρή, ὥστε ὅλη ἡ ὑπόλοιπη ζωή μου, παρὰ τὶς δυσκολίες, μοῦ φαινόταν σὰν διακοπές.

Ἔχασα τὴ φωνή μου

Ἦταν ἀπόγευμα καὶ ἔπρεπε σιγά-σιγὰ νὰ ἐπιστρέψω στὸ χωριό πηγαίνοντας τὰ πρόβατα στὴ στάνη. Ξαφνικὰ βλέπω στὰ τριάντα μέτρα ἕναν λύκο ποὺ ἦταν ἕτοιμος νὰ ἀρπάξει μία προβατίνα. Αὐθόρμητα φώναξα: «Λύκος». Μοῦ φάνηκε σὰν ἀρκούδα, δηλαδὴ μεγάλος. Αὐτὸ ἦταν. Ἀπὸ τὸν φόβο του ἐξαφανίστηκε, ἀλλὰ ἐγὼ ἔχασα τὴ φωνή μου. Συμβαίνει κι αὐτό... Πόσες φορὲς τὸ δοκίμασα τοῦτο ἀπὸ σκληροὺς προϊσταμένους κι ἀπὸ ἀχαρίστους, εὐεργετηθέντες, ἀδελφοὺς στὴ ζωή μου...

Μία διδακτική - θλιβερὴ ἱστορία

Πρὶν φτάσω στὸ σπίτι μὲ τὰ ζωντανά, περνοῦσα μέσα ἀπὸ τὸ χωριό. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνα εὐρύχωρο ἀλῶνι. Ἦταν ἐποχὴ ποὺ ἦταν καταπράσινο, σὰν χαλί. Ἅπλωσαν τὰ πρόβατα καὶ ἤρεμα βοσκοῦσαν. Γιὰ μιὰ στιγμὴ βλέπω ἕνα ἄλογο νὰ ἔρχεται σὰν σίφουνας καὶ νὰ κυνηγάει τὰ πρόβατα. Εἶχε ἕνα μεγάλο σχοινί, τριχιά, μὲ ἕνα παλούκι δεμένο στὴν ἄκρη, ἔτσι ποὺ κινδύνευαν τὰ πρόβατα. Ἦταν φυσικὸ νὰ προσπαθήσω νὰ ὑπερασπιστῶ, νὰ προστατεύσω τὰ ζῶα.

Βλέπω νὰ κατεβαίνει μὲ ταχύτητα, σὰν τὸν Λούη, ἕνας ἄνδρας. Νόμισα ὅτι θὰ μὲ βοηθοῦσε στὴν προσπάθειά μου νὰ γλυτώσουμε τὰ πρόβατα. Αὐτός, ἀκάθεκτος, ἦρθε ἐπάνω μου καὶ μὲ ἔκανε ἕνα μπαλάκι στὰ δυνατά του χέρια. Ὁμολογῶ ὅτι δὲν πόνεσα τόσο, παρὰ τὶς τόσες ξυλιὲς ποὺ δέχτηκα, ὅσο τὴ ντροπὴ ποὺ αἰσθάνθηκα, γιατὶ μὲ ἔβλεπαν οἱ συγχωριανοί. Θυμήθηκα τὸν Μακρυγιάννη, ὁ ὁποῖος εἶχε μιὰ παρόμοια ἐμπειρία. Ἡ αἰτία ἦταν ὅτι εἶχε ἔχθρα μὲ τὸν πατέρα μου, ἀπ’ τὸν ὁποῖο εὐεργετήθηκε.

Βίωσα, πάντως, τὴν ἐμπειρία, πόσο γλυκὸ εἶναι τὸ νὰ ἀδικεῖσαι. Καλὰ εἶπαν: «Τὸ πάσχειν γιὰ τὸν Χριστό, Πάσχα». Τώρα ποὺ ζοῦμε τὰ δύσκολα, καὶ ἰδίως αὐτὰ ποὺ περιμένουμε, ἐμένα, μαζὶ μὲ ἄλλες παρόμοιες ἐμπειρίες, μοῦ δίνουν θάρρος.

Χῶμα νὰ πιάνεις καὶ μάλαμα νὰ γίνεται

Αἰσθάνομαι ἰδιαίτερη εὐγνωμοσύνη στὸν Θεό, διότι στερούμενος κατάλληλων δασκάλων καταδέχτηκε πολλὰ πράγματα νὰ μοῦ τὰ διδάξει ὁ Ἴδιος, π.χ. τὴν ἀγάπη, τὸ σέβας καὶ τὴν ὑπακοὴ στοὺς γονεῖς μου. Μετὰ τὸ σχολεῖο, ἀμέσως ἔβαζα ὅλη τὴν ἐπιμέλειά μου νὰ γράφω τὴν ἀντιγραφὴ γιὰ νὰ πάρω τὸ βαθμὸ 10, δηλαδὴ ἄριστα. Στὴ συνέχεια ὁ τορβὰς ἦταν ἕτοιμος καὶ τὸ ζῶο φορτωμένο καὶ ξεκινοῦσα γιὰ τὴ στάνη. Ἐκεῖ ἔπρεπε νὰ τὴν σκουπίσω καὶ νὰ κάνω ὅ,τι ἄλλο μποροῦσα γιὰ νὰ βοηθήσω.

Δὲν ξεκινοῦσα, βέβαια, ἂν δὲν ἀσπαζόμουν τὸ χέρι τοῦ πατέρα μου καὶ τῆς μητέρας μου, ζητώντας τὴν εὐχή τους. Ὁ πατέρας μου μοῦ ἔλεγε: «Χῶμα νὰ πιάνεις καὶ μάλαμα, χρυσάφι νὰ γίνεται». Τώρα, ποὺ ἄγω τὰ ὀγδόντα τρία ἔτη τῆς ἡλικίας μου, βεβαιώνω «τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς» καὶ συνιστῶ τοῦτο νὰ κάνουν ὅλα τὰ παιδιά.

Μερικὲς ἐμπειρίες ζωῆς

Ἐκεῖνα τὰ χρόνια, ἑξήντα μὲ ἑβδομήντα χρὸνια πρίν, ὁ χειμῶνας ἦταν πολὺ σκληρός. Χιόνια, βροχές, καμία σύγκριση μὲ τὰ σημερινὰ καιρικὰ φαινόμενα. Τὰ πόδια μου ἦταν μέρα - νύχτα παγωμένα. Ἡ καλύβα ἦταν φτιαγμένη ἀπὸ χόρτα καὶ πόρτα δὲν ὑπῆρχε. Φωτιὰ δὲν μποροῦσες ν’ ἀνάψεις, γιατὶ κάπνιζε φοβερά. Στρῶμα καὶ σκεπάσματα μαζὶ ἦταν ἡ κάπα, κι αὐτὴ βρεγμένη...

Μιὰ φορά, ἦταν καλοκαίρι, ἔβρεξε ἀπὸ βραδύς. Ἤμουν μούσκεμα. Περνοῦσαν οἱ ὧρες κάνοντας γυμναστική, γιατὶ ἔκανε ἀνυπόφορο κρύο. Σκέφτηκα νὰ μπῶ σὲ μιὰ θυμωνιὰ ἀπὸ ἄχυρο, μήπως ζεσταθῶ. Διαπίστωσα ὅτι ἦταν σὰν νὰ βρισκόμουν σὲ ψυγεῖο.

Ἀξέχαστη βραδιά

Βροχή, ἀέρας, ἀστραπές, ἡ νύχτα ἦταν σὰν μέρα. Πλησίαζα, εὐτυχῶς, στὴ στάνη, ὁπότε θὰ τελείωνε τὸ δράμα. Ξαφνικὰ μιὰ ἀστραπὴ, συγχρόνως καὶ βροχή πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μας, ἦταν τόσο δυνατή, ὥστε ὅλα τὰ πρόβατα ἐξαφανίστηκαν ἀπὸ μπροστά μου. Ἐδὼ ἔπρεπε νὰ φανῶ τολμηρὸς καὶ γενναῖος, γιὰ νὰ πάρουν θάρρος καὶ τὰ ζῶα. Ἄρχισα νὰ σφυρίζω καὶ νὰ ψάλλω. Ἔτσι τὰ ζῶα ἔρχονταν κοντά μου γιὰ ἀσφάλεια.

Εἰς μνημόσυνον τῆς καλῆς μου γιαγιᾶς

Τὴν τραγικὴ ἐκείνη βραδιὰ μιὰ ψυχὴ ἀγρυπνοῦσε γιὰ μένα. Ἦταν ἡ μητέρα τῆς μητέρας μου. Εὐλογημένη ψυχή, εὐσεβής, νοικοκυρά, καθαρή, ἐλεήμων. Ἡ τσέπη της ἦταν πάντα γεμάτη ἀπὸ καραμέλες καὶ ψημένα ρεβίθια γιὰ νὰ τὰ προσφέρει στὰ πολλὰ ἐγγονάκια της. Ἐκείνη τὴ νύχτα σηκώθηκε, πῆγε στὸ πατρικό μου σπίτι καὶ ἔκανε αὐστηρὲς παρατηρήσεις στοὺς γονεῖς μου. Τοὺς εἶπε: «Πῶς μπορεῖτε καὶ κοιμᾶσθε; Ποῦ εἶναι τὸ δεκατριάχρονο παιδί σας;»

Αἰωνία της ἡ μνήμη.

 Αἰτία μία φωτογραφία

Τώρα, πῶς βρέθηκα στὴ μέση ἐκπαίδευση χωρὶς νὰ ὑπάρχει καμιὰ ἐλπίδα..., αἰτία ὑπῆρξε μιὰ φωτογραφία, τὴν ὁποία ἀκόμα ἔχω.

[εἰκόνα 2α: «Ἡ φωτογραφία»]

Ὁ φωτογράφος τὴν ἔδωσε στὸν πατέρα μου, ἐνῶ ἦταν στὸ καφενεῖο, καὶ ἀπὸ χέρι σὲ χέρι πῆγε καὶ στὸν δάσκαλο τοῦ χωριοῦ. Αὐτὸς τὴν εἶδε καὶ λέει: «Τίνος εἶναι αὐτὸ τὸ παιδί;». Λέει ὁ πατέρας μου: «Δικό μου». Ρωτάει ὁ δάσκαλος: «Ποῦ σπουδάζει αὐτὸ τὸ παιδί;». Λέει ὁ πατέρας μου: «Πουθενά, εἶναι στὰ πρόβατα». Τοῦ λέει: «Βρέ, αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι γιὰ γράμματα καὶ σὺ τὸ σκλαβώνεις στὰ πρόβατα;». Τοῦ εἶπε καὶ ἄλλα, μὲ ἀποτέλεσμα ν’ ἀνάψῃ τὴ φωτιὰ στὴν καρδιὰ τοῦ πατέρα μου, ὥστε νὰ πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ μὲ στείλει στὸ Γυμνάσιο. Τώρα ὑπῆρχε καὶ δεύτερο πρόβλημα, ὁ μεγαλύτερος ἀδερφός μου, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀνένδοτος στὸ νὰ ἀφήσω τὰ πρόβατα. Ἀλλὰ «ὅπου γὰρ βούλεται Θεός, νικᾶται φύσεως τάξις» [λόγος Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου κατὰ τὴν ἑορτὴ  τοῦ γενεθλίου τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ].

Γυμνασιόπαις

Βρέθηκα στὸ Γυμνάσιο μὲ εἰσαγωγικὲς ἐξετάσεις, χωρὶς βάσεις γραμματικές, χωρίς κατάλληλη προετοιμασία, παρὰ μόνο μὲ φροντιστήριο δεκαπέντε ἡμερῶν στὰ μαθηματικά, ποὺ πάντοτε χώλαινα καὶ τὰ φοβόμουν καὶ τὰ ἀντιπαθοῦσα... Αὐτὸ ἦταν καὶ τὸ μοναδικὸ φροντιστήριο ποὺ πῆγα σ’ ὅλη μου τὴν ζωή. Ὅταν πληροφορήθηκα ὅτι ὁ καθηγητὴς ἐκεῖνος ἦταν καὶ μαρξιστὴς (ἄθεος) εἶπα: «Βρέ, τί ἔπαθα!». Νόμιζα ὅτι, αὐτοὶ ποὺ εἶχαν ἐπίδοση στὰ μαθηματικά, ἔχουν πιὸ ἀνεπτυγμένη τὴν ἐξυπνάδα καὶ ὡς ἐκ τούτου καταλαβαίνουν τὸν Θεὸ καλύτερα. Ἦταν τὸ πρῶτο ξάφνιασμα...

Ὑπόσχεση τῆς Παναγίας Μητέρας μου

Ὅταν μὲ τὸ καλό, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Θεοτόκου καὶ τὴν εὐχὴ τῶν γονέων μου, ἄρχισα νὰ παρακολουθῶ τὰ μαθήματα, Θείᾳ εὐδοκίᾳ, στὴ γειτονιά μας ὑπῆρχε ἕνα ταπεινὸ ἐκκλησάκι τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, τὸ ὁποῖο λειτουργοῦσε κατὰ διαστήματα. Ἕνας Ἁγιορείτης ἱερομόναχος ἐξομολογοῦσε ἐκεῖ. Πρώτη φορὰ ἐξομολογήθηκα κι ἐγώ. Ὁ γέροντας μὲ προέτρεψε νὰ διαβάζω καθημερινῶς τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας. Ἀγαποῦσα δυνατὰ τὴν κοινή μας Μητέρα. Στὸ ἐκκλησάκι αὐτὸ ἀξιώθηκα τῆς τιμῆς νὰ ἀσπασθῶ τὸ χέρι τῆς Μητέρας μας καὶ τὸ πόδι τοῦ Ὑιοῦ Της, παίρνοντας τὴν εὐλογία Τους. Καταδέχτηκε ἡ Παναγία Θεοτόκος νὰ μοῦ πεῖ: «Θὰ σὲ βοηθήσω στὴν ζωή σου».

Ὄντως, ὑπῆρξε ἔντονη ἡ βοήθειά Της μέχρι σήμερα. Πέρασα ἀπὸ συμπληγάδες, εἶδα ὅμως τὴν προστασία Της. Δοξάζω καὶ εὐχαριστῶ τὴν Μητρική Της εὐσπλαχνία.

Μικρὸς ἱεροκήρυκας

Ὅταν τελείωσα τὴ δημοτικὴ ἐκπαίδευση, σὲ ἡλικία δεκατριῶν - δεκατεσσάρων ἐτῶν, ἔκαιγε στὸ στῆθος μου ἡ Θεϊκὴ φωτιὰ νὰ μιλήσω γιὰ τὸν Χριστό μας, γιὰ τὰ μεγαλεῖα Του (αὐτὰ δηλαδὴ ποὺ ζοῦσα), ἂν καὶ οἱ συνθῆκες ἦταν πολὺ σκληρές. Πήγαινα καὶ σὲ ἄλλα τρία γειτονικά χωριά. Σὲ μιὰ περίπτωση, θυμᾶμαι, ὁ πάτερ δὲν μοῦ ἔδωσε σημασία. Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νὰ πῶ δυὸ λόγια, ὁ πάτερ συνέχισε τὴ Θεία Λειτουργία. Τότε, ἀπογοητευμένος, παίρνω τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς γιὰ νὰ προλάβω νὰ φτάσω στὸ χωριό μου. Μόλις, ὅμως, ἔφθασα μέσα στὸ χωριό μου, εἶδα τοὺς πιστοὺς νὰ πηγαίνουν στὰ σπίτια τους. Δόξα Σοι ὁ Θεὸς «πάντων ἔνεκεν», γιὰ ὅλα.

Προσοχὴ στὰ κόμπλεξ ποὺ ἀποκτοῦμε ἀπὸ τὸ σχολεῖο, τοὺς συγγενεῖς καὶ τὴν κοινωνία

Ἀργότερα, στὰ δεκαπέντε μου χρόνια, ἀρχίζει ἡ φοίτησή μου στὸ Γυμνάσιο καὶ στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ ἐπὶ ἐπταετία. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι πλούτισα τὶς γνώσεις μου, ἰδιαίτερα στὰ θεολογικά, γιατὶ ἔδειξα ἐπιμέλεια. Τὸ περίεργο εἶναι ὅτι, ἀπ’ τὶς ἀδικίες, τὶς πίκρες, τὸν φθόνο, τὴν ζήλια καὶ ἕνα σωρὸ ἄλλων κακῶν συμπεριφορῶν, ἔκλεισε τὸ στόμα μου καὶ δὲν μποροῦσα νὰ μιλήσω σὲ ἀκροατήριο. Μὲ ρύθμισε καὶ πάλι ἡ Ἐσταυρωμένη Ἀγάπη μὲ τὸ Θεϊκό Του «κατσαβιδάκι», κατὰ τὸν σοφὸ γέροντα Παΐσιο τὸν Ἁγειορίτη.

Συμβόλαιο μὲ τὸν Θεό

Τὴν ἐπόμενη χρονιὰ βρέθηκα στὴ Σχολὴ γιὰ τὴν ὁποία «ἔπλαθα» ὅλα τὰ ὄνειρά μου καὶ τὰ συμβόλαια ποὺ ἔκανα μὲ τὸν Θεό. Τότε ποὺ ἡ καρδιά μου ἦταν πύρινη. Ἔλεγα στὸν Θεό: «Θὰ μὲ κάνεις ἱερέα, παπά· θὰ μὲ κάνεις δάσκαλο· θὰ μοῦ δώσεις μιὰ μικρὴ Βασιλειάδα· θὰ ἔχει πολλὰ δωμάτια γιὰ νὰ ἐξυπηρετῶ τοὺς μεγάλους καὶ τὰ μικρὰ παιδιά. Ὅπως ἀγαπῶ τὰ ἀρνάκια, ἔτσι θὰ τὰ προσέχω. Νὰ ἔχει μέσα Ἐκκλησία καὶ δίπλα νὰ ὑπάρχει τὸ κελί μου, ὥστε μετὰ τὴ θεία λειτουργία νὰ ἀποσύρωμαι καὶ νὰ ἀναλογίζομαι τί ἔκανα πρὶν ἀπὸ λίγη ὥρα». Δηλαδὴ ὅτι κομμάτιασα ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης τὸν Ἀμνόν τοῦ Θεοῦ, τὸν αἴροντα τὶς ἀμαρτίες μας.

Αὐτὰ τὰ συμβόλαια γίνονταν περίπου τὸ 1952-53. Σήμερα, τὸ 2021, αὐτὰ ποὺ ζήτησα, ὅλα μοῦ τὰ ’δωσε ἐκ περισσοῦ, μὲ τὸ παραπάνω. Π.χ. ἀντὶ γιὰ μιὰ Βασιλειάδα ἔδωσε τέσσερις. Μποροῦν νὰ γεύονται τὸν οὐρανὸ πολλὲς ψυχές, ἀλλὰ δυστυχῶς μᾶς ἀφάνισε ἡ ἀποστασία μας...

Ὁ λίβας τῆς ἀπιστίας, ἀθεΐας, ὑλισμοῦ, ἀδιαφορίας, ζήλιας, φθόνου κτλ. μᾶς ἔφερε στὴν κατάσταση τοῦ ἀποπροσανατολισμοῦ. Καταντήσαμε ραγιάδες, μὲ ὅλη τὴ σημασία τῆς λέξης, ἀνάξιοι τῆς κλίσεώς μας καὶ τοῦ ὀνόματός μας. Ὅλοι μας φέρουμε τὴν εὐθύνη. Αὐτὰ ἔλεγα ἐγὼ στὸν Θεό.

Τί ἔκαμε ὁ Θεὸς σ’ ἐμένα

Γράμματα μοῦ ἔμαθε: Αὐτὸ τὸ ἤθελα γιὰ νὰ μπορῶ νὰ βάζω τοὺς φουσκωμένους καὶ ἀρρώστους ἡμιμαθεῖς στὴ θέση τους, ὅσους παρίσταναν τὸν ἄθεο. Μέχρι σήμερα δὲν τόλμησε κανένας νὰ σηκώσῃ κεφάλι. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὅποιος σπουδάζει σωστὰ καὶ ζητάει τὴν Ἀλήθεια, θὰ τὴ βρῇ. Γιατὶ μία εἶναι ἡ ΑΛΗΘΕΙΑ. Ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ, «τῶν φρονίμων ὀλίγα».

Παπᾶ μὲ ἔκανε· ζήτησα ὅμως καὶ δάσκαλο νὰ μὲ κάνει: Ἐκεῖ ποὺ πῆγα νὰ σπουδάσω πίστευα ὅτι βγαίνουν Δημοδιδάσκαλοι, δηλαδὴ παπάδες καὶ δάσκαλοι, ὅπως ἦταν ἡ σχολὴ τοῦ Βελλὰ στὰ Γιάννενα. Πρὸς καιρὸν πίστεψα ὅτι αὐτὸ τὸ ὄνειρο ναυάγησε. Ποιός, ὅμως, θὰ τὸ φανταζόταν ὅτι, μετὰ τὴν μέση ἐκπαίδευση, τὸ πρόγραμμα τοῦ Θεοῦ ἦταν ἄλλο! Ἔπρεπε νὰ ἐκπληρώσει σ’ ἐμένα τὸ συμβόλαιο ποὺ κάναμε. Δὲν φαντάστηκα τὸν ἑαυτό μου ποτὲ φοιτητὴ στὴν ἀνώτατη ἐκπαίδευση!

Στ’ ἀνέλπιστα φοιτητής

Σύντομα βρέθηκα ὑποψήφιος φοιτητὴς καὶ στὴ συνέχεια στὸ Πανεπιστήμιο. Ἔδωσα εἰσαγωγικὲς ἐξετάσεις, μὲ λίγη προετοιμασία ἔξι μηνῶν, Ἀθήνα καὶ Θεσσσαλονίκη. Πέρασα καὶ στὰ δύο πανεπιστήμια καὶ μάλιστα μὲ καλὴ σειρά. Καὶ αὐτὸ πάλι ὀφείλεται στὴν ἀγαθοσύνη τοῦ Παντοδύναμου Πατέρα μας.

Εἶδα τὴν παρουσία Του.

Μεγάλη χαρὰ καὶ μεγάλη ἀπογοήτευση

Μιὰ μικρὴ παρένθεση· ὅταν δημοσιεύτηκαν τὰ ὀνόματα τῶν ἐπιτυχόντων, συγγνώμη ἀλλὰ ἔκαμα «τούμπες» σὰν μικρὸ παιδὶ ἀπὸ χαρά, γιατὶ οἱ συνθῆκες στὴν Ἱερωσύνη ἦταν δύσκολες – ἤμουν τότε διάκονος καὶ ἔγγαμος (τὸ ὑπογραμμίζω αὐτὸ γιατί, ἂν γιὰ τοὺς ἱερωμένους, ἀγάμους ἰδίως, εἶναι βαριὰ ἡ καλογερική, γιὰ τοὺς ἐγγάμους ὁ γάμος εἶναι ἀσήκωτος μὲ ὅλη τὴ σημασία τοῦ λόγου). Ὅποιος δὲν ζεύτηκε μὲ γυναίκα καὶ ὅλους τοὺς συγγενεῖς της, δὲν ξέρει ἀπὸ ἐκπαίδευση, ὑπακοὴ καὶ ἄσκηση ἄλλων ἀρετῶν.

Λοιπόν, τὴν ἑπόμενη μέρα, περιχαρὴς πῆγα νὰ τὸ ἀναγγείλλω στὸν ἐπίσκοπο. Ἀπ’ τὰ σύννεφα χαρᾶς ποὺ ζοῦσα, βρέθηκα στὰ Τάρταρα τοῦ Ἄδη. Πῆγα στὸ γραφείο τοῦ Σεβασμιωτάτου. Χτυπῶ τὴν πόρτα, ἀκούω τὸ ἐμπρός, ἀνοίγω τὴν πόρτα, βλέπω ὅτι ὁ Δεσπότης δὲν σηκώνει τὸ βλέμμα του γιὰ νὰ προχωρήσω. Πέρασαν λίγα λεπτά· ἔκανε νεῦμα νὰ πλησιάσω. Μὲ μισὴ καρδιά, μετὰ τὴν μετάνοιά μου, μοῦ ἔδωσε τὸ χέρι του νὰ τὸ ἀσπαστῶ. Μόλις τοῦ εἶπα γιὰ τὴν εἰσαγωγή μου στὸ Πανεπιστήμιο, μοῦ λέγει: «Δὲν θὰ πᾶς γιὰ ἐγγραφή». Τὸ πῶς δὲν λιποθύμησα ἀπ’ τὴ λύπη μου, ἦταν ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου ποὺ μὲ κράτησε. Παρέμεινα γιὰ λίγο ἄφωνος (πολλές φορές, ὅπως ἀνέφερα, ἀπό θλίψη, λόγῳ τῆς κακίας καὶ τοῦ φθόνου τῶν ἀνθρώπων ἔχανα τὴ φωνή μου). Ἔβλεπα ὅτι δὲν ὑπῆρχε κανένα σημεῖο εὐοίωνο. Ὑπέβαλα τὰ σέβη μου καὶ ἔφυγα μὲ ραγισμένη τὴν καρδιά, περίλυπος.

Κατέβηκα στὰ γραφεῖα μὲ ἀλλοιωμένο πρόσωπο. Μὲ εἶδε ὁ Γραμματέας τῆς Μητροπόλεως, ὁ ὁποῖος συνέβαινε νὰ εἶναι καὶ προϊστάμενός μου. Αὐτὸς ἦταν ποὺ μὲ εἶχε συμβουλέψει νὰ δώσω ἐξετάσεις στὸ Πανεπιστήμιο, ὥστε νὰ πάρουν ἕνα καλὸ μάθημα οἱ ἐκπαιδευτές μου, οἱ φθονεροὶ ἀδελφοί καὶ πατέρες. Ὅταν, λοιπόν, μὲ εἶδε ὁ προϊστάμενός μου λουσμένο στὴ λύπη, ρώτησε νὰ μάθει τί ἔκβαση εἶχε ἡ ἐπίσκεψή μου στὸν Σεβασμιώτατο. Ὅταν τοῦ εἶπα τὰ σχετικά, μὲ πολλὴ προθυμία ἀνέβηκε ὁ ἴδιος.

Τὸ τί εἶπαν δὲν γνωρίζω. Πάντως, ὅταν ἦλθε χαρούμενος, μοῦ λέει: «Αὔριο νὰ ’ρθῇς νὰ πάρεις εὐλογία καὶ δύο συστατικὲς ἐπιστολές πρὸς τὸν Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης». Οἱ ἐπιστολὲς ἦταν θερμὲς καὶ θετικές. Ἀνάμεσα στὰ ἄλλα, ἔγραφε ὁ Σεβασμιώτατος, ὅτι ὁ ἱεροδιάκονος ἦταν καὶ καλλίφωνος. Μοῦ εἶπε νὰ μὴν πῶ τίποτα τότε στὸν Δεσπότη, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ ἕξι μῆνες. Ἔτσι, διάβασα νὰ ἑτοιμαστῶ γιὰ τὴν εἰσαγωγή μου στὸ Πανεπιστήμιο (δὲν ἐπέτρεψα ποτὲ στὸν ἑαυτό μου ἄλλη σκέψη, γιατὶ τὸν θεωροῦσα ἀκατάλληλο). Τὰ κόμπλεξ χόρευαν. Ἄλλωστε, αὐτὴ εἶναι ἡ κοινωνία μας, ἱκανὴ νὰ σὲ τρελάνει.

Ἄρπαξα τὴ συμβουλή του καὶ ἀμέσως ἐπὶ τὸ ἔργον. Ὁ ἴδιος μοῦ συμπαραστάθηκε σὲ Ἀθήνα καὶ Θεσσαλονίκη, ὁ Θεὸς νὰ τὸν εὐλογεῖ.

Ἡ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Δημητρίου

Στὴ Θεσσαλονίκη εἶδα τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ στρατηγοῦ μου Ἁγίου Δημητρίου. Ὅταν ἐπέστρεφα μετὰ τὶς ἐξετάσεις, θυμᾶμαι ἔκλαιγα ἀπὸ εὐγνωμοσύνη στὸν Θεὸ μέσα στὸ λεωφορεῖο, γιατὶ αὐτὸ ποὺ ἔγινε στὸ μάθημα τῶν Λατινικῶν, κατὰ τὶς εἰσαγωγικὲς ἐξετάσεις στὸ Πανεπιστήμιο, ἦταν πράγματι δάκτυλος τῆς Θείας πρόνοιας. Ἦταν βεβαίωση ὅτι θὰ ἐπιτύχω, ὅπως καὶ ἔγινε.

Ὑπηρέτησα ὡς ἱεροδιάκονος στὴν Νέα Παναγία, στὴν Ἀχειροποίητο Παναγία ἐπὶ τριετία, καὶ Παναγία Δεξιά. Μετὰ τὸ πτυχίο, ποὺ πῆρα σὲ τέσσερα χρόνια, διορίστηκα ἐφημέριος στὴ Νέα Μηχανιῶνα, καὶ μετὰ μιὰ δεκαετία διωρίστηκα ὡς ἐκπαιδευτικός. Τὸ πρῶτο στὴν Προσοτσάνη τῆς Δράμας καὶ μετὰ σὲ διάφορα σχολεῖα Θεσσαλονίκης καὶ ἐπαρχίας. Ἐπίσης καὶ ἐπὶ τριετία στὴν Ἀμερική, στὴ Νέα Υόρκη.

Ἀνεξήγητη ἡ ψυχολογικὴ καταπίεση τῶν καθηγητῶν

Ἐδῶ, μὲ πόνο ψυχῆς, ἔχω νὰ πῶ ἕναν λόγο γιὰ τὴν ἀνεξήγητη ψυχολογικὴ πίεση ποὺ δέχθηκα κατὰ τὰ τρία τελευταῖα χρόνια τῶν σπουδῶν ἀπὸ μέρους ὁρισμένων καθηγητῶν, τόσο στὴ μέση ἐκπαίδευση ὅσο καὶ στὴν ἀνωτάτη, καὶ μάλιστα στὸ τελευταῖο προφορικὸ μάθημα, γιατὶ μετὰ μία ἑβδομάδα θὰ ὁρκιζόμασταν. Θεωρῶ ὅτι ἀξίζει τὸν κόπο νὰ προσέχουμε καὶ οἱ ἐκπαιδευτικοὶ καὶ οἱ μαθητές. Οἱ μὲν δάσκαλοι τὰ προσωπικά τους προβλήματα καὶ ἀστοχίες νὰ μὴν τὰ φορτώνουν στὰ παιδιά - θύματα, τὰ δὲ παιδιὰ νὰ τοὺς βλέπουν μὲ συμπάθεια καὶ μὲ τὴν ἀπόφαση νὰ μὴν κάνουν τὰ ἴδια ἀργότερα.

Καταπίεση στὴ μέση ἐκπαίδευση

Παρακάλεσα τὸν πατέρα μου ν’ ἀλλάξω Σχολή, νὰ φύγω. Δὲν βρῆκα ἀνταπόκριση. Οἱ ἀστοχίες τοῦ Διευθυντοῦ μου καὶ τῶν καθηγητῶν ἀκόμα μὲ πληγώνουν. Πότε θὰ μάθω ποιὸς ἄναβε τὶς φωτιές! Ὁ σεβασμὸς τῶν συμμαθητῶν μου ἦταν μεγάλος. Ὅταν κάποτε μοῦ ἀνετέθη νὰ κάμω μιὰ πρόβα σὲ σκὲτς ἀπ’ τὴ Διεύθυνση, ἕνας μικρότερος συμμαθητής μου δυσκολευόταν νὰ παίξει τὸ ρόλο του, γιατὶ ντρεπόταν ἀπ’ τὴν παρουσία μου!

Θλιβερὴ ἐμπειρία ἀπὸ θεολόγο καθηγητή
(παράδειγμα ποὺ βίωσα ὡς μαθητὴς τῆς Α΄ τάξεως Γυμνασίου)

Ξάφνιασμα καὶ ἀπογοήτευση τὶς πρῶτες μέρες στὴ μέση ἐκπαίδευση. Ἦταν οἱ πρῶτες ἡμέρες στὴν Α΄ τάξη τοῦ Γυμνασίου. Κάθε ὥρα, ὡς γνωστόν, ἀλλάζει ὁ καθηγητής. Ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ θεολόγου, κάτι ποὺ ἰδιαίτερα τὸ περίμενα. Ὁ κ. καθηγητὴς ἦταν εὐπαρουσίαστος – θεωρία ἐπισκόπου καὶ καρδιὰ μυλωνᾶ, σύμφωνα μὲ τὴ λαϊκὴ ρήση. Ἔβγαλε ἕνα χαρτί, μᾶς τὸ ἔδειξε καὶ εἶπε νὰ γράψουμε ὀνο-ματεπώνυμο, ὄνομα πατέρα καὶ ἐπάγγελμα· τὸ ἐπάγγελμα τοῦ πατέρα τί τὸ ἤθελε; Ἐν πάσῃ περιπτώσῃ, ὅλα τὰ παιδιά, ὀγδόντα ἐπτὰ τὸν ἀριθμὸ μέχρι νὰ τακτοποιηθοῦν τὰ τμήματα, ἑτοιμάσαμε τὰ χαρτιὰ καὶ στὴ συνέχεια τὰ πήγαμε στὴν ἕδρα. Τὰ χώρισε σὲ τρεῖς ὁμάδες. Καὶ ὅσα ἦταν ἢ μεγαλύτερα ἢ μικρότερα ἀπ’ τὸ μέγεθος ποὺ μᾶς ὑπέδειξε, τὰ ἔβαλε χωριστά. Καὶ μετὰ καλοῦσε ἕναν-ἕναν μαθητή, σαράντα τὸν ἀριθμό. Κατέβηκε ἀπ’ τὴν ἕδρα καὶ μὲ τὴ βέργα ποῦ εἶχε χάρισε δύο ξυλιὲς βάρβαρες στὸ κάθε παιδί!

Τελείωσε ἡ ὥρα. Χτύπησε τὸ κουδούνι γιὰ διάλειμμα. Ἔκανε τὶς καρδιὲς μας κομμάτια. Εἶπα: «Δὲν καθόμουν καλύτερα στὰ πρόβατα τοῦ πατέρα μου;».

Ἱεροσπουδαστής

Τὴν ἑπόμενη χρονιὰ βρέθηκα σὲ Ἐκκλησιαστικὴ Σχολή, αὐτὴν ποὺ ὀνειρευόμουν. Δυστυχῶς κράτησε δύο χρόνια. Ἔπεσε βάσκανο μάτι. Δαιμόνιο ἀρχοντικό. Φθόνος, ζήλια βουνό. Ἴσως νὰ συνετέλεσαν σ’ αὐτὸ οἱ πολλὲς καὶ μεγάλες τιμὲς πρὸς ἐμένα ἀπὸ μέρους τοῦ κ. Διευθυντοῦ (στὴν τετάρτη τάξη μοῦ ἀνέθεσαν ἐπίσημα τὸ ἀναλόγιο τοῦ ἀριστεροῦ ἱεροψάλτη στὸν ἐνοριακὸ Ναὸ ποὺ ἐκκλησιαζόταν ἡ Σχολή) καὶ ἄλλα, πολλὰ ἀξιώματα καὶ ἁρμοδιότητες, ὅπως ὅτι καὶ στὸ σπίτι ἀκόμα τοῦ Διευθυντοῦ μὲ θεωροῦσαν δικό τους παιδί.

Καὶ ἡ τιμὴ ἀπὸ μέρους τοῦ Δεσπότη δὲν ἦταν μικρή. Μὲ κάλεσε στὴ Μητρόπολη καὶ ἐπὶ δύο ὥρες μοῦ πρότεινε νὰ ἀφήσω τὸ ἀναλόγιο, νὰ μὲ κάνῃ ἱεροδιάκονο-ἀκόλουθό του, στὴ συνέχεια πρωτοσύγκελο, νὰ μὲ στείλῃ στὴ Χάλκη καὶ ἄλλα. Τὸν εὐχαρίστησα γιὰ ὅλα καί, καθ’ ὑπόδειξη τῆς κυρίας τοῦ Διευθυντοῦ μου, τοῦ εἶπα ὅτι γιὰ ὅλα ἔπρεπε νὰ ρωτήσω τοὺς γονεῖς μου. Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτά, ἀμέσως ἄλλαξε ἡ ἀτμόσφαιρα. Ἀγρίεψε. Ἔβγαλα καὶ ἐγὼ τὰ δικά μου συμπεράσματα. Αὐτὰ τὰ πλήρωσα καὶ ἀκόμα τὰ πληρώνω...

Συνάντηση μὲ καθηγητή μου, τοῦ Γυμνασίου

Ὅταν ἤμουν τριετὴς φοιτητής, συνάντησα ἕναν καθηγητή μου καὶ τοῦ ἀνέφερα σχετικὰ γιὰ τὴν ἀχαρακτήριστη συμπεριφορά του, φανερώνοντας τὸν παιδικό μου πόνο. Ἡ ἀπάντησή του ἦταν παιδαριώδης. Λυπήθηκα πολύ. Ἦταν μεγάλος εἴρωνας.

Μετὰ ἀπὸ χρόνια, μὲ τὸν ἴδιο καθηγητή, συναντηθήκαμε ὡς συνάδελφοι σὲ σχολεῖο τῆς Θεσσαλονίκης. Ἦταν Γυμνασιάρχης. Ἔβλεπε τὴν ἀγάπη καὶ τὸν σεβασμὸ τῶν παιδιῶν καὶ μέσα στὴν αἴθουσα καὶ ἔξω. Ἀπὸ τὶς συζητήσεις μας προβληματιζόταν. Σὲ μία ἀπὸ τὶς συνομιλίες μας μοῦ λέει: «Πῶς ἔγινες ἔτσι;». Ὁ ἴδιος μοῦ ἔκανε μία ἐρώτηση ποὺ τὸν ἀφοροῦσε προσωπικά. Τοῦ ἔδωσα τὴν ἀπάντηση, ἡ ὁποία τὸν ἱκανοποίησε πλήρως.

Συνάντηση μὲ καθηγητή μου, τοῦ Πανεπιστημίου

Ὡς προϊστάμενος, δύο χρόνια μετὰ τὴν ἀποφοίτησή μου, στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Παναγίας Φανερωμένης Μηχανιῶνας, σὲ μιὰ θεολογική μας συζήτηση, ἀναζητώντας τὴν ἁγιογραφικὴ μαρτυρία καὶ ἐξήγηση, σχετικὰ μὲ τὴν συνήθεια νὰ ἀκουμποῦν οἱ πιστοὶ τὰ ἄμφια τοῦ λειτουργοῦ, τὰ ἱερά, κατὰ τὴν μεγάλη εἴσοδο στὴν Θεία Λειτουργία, τοὺς εἶπα ὅτι βρίσκεται στὸ ιθ΄ κεφάλαιο τῶν Πράξεων. Τὸ διαπιστώσαμε καὶ τότε μοῦ λέει ὁ σεβαστὸς καθηγητής: «Σὲ εἶχα φοιτητή. Δὲν σοῦ ἔβαλα ἄριστα;». «Ὄχι», ἀπαντῶ, «μὲ κόψατε καὶ μὲ βγάλατε ἔξω, γιατὶ ἀπάντησα ἄριστα σὲ ἐρώτησή σας»...

Ἐδῶ φάνηκα σκληρός. Ἴσως νὰ τὸν λύπησα. Συγγνώμη.

Ἀστοχίες καθηγητῶν

Ἐνῶ ἤμουν ὁ ἐπίσημος, ἔμμισθος ψάλτης, γνώριζα μουσικά, ὁ καθηγητὴς τῆς μουσικῆς μὲ κρατοῦσε στὸ 14 μὲ 15. Ἐπειδὴ ἤμουν παραδοσιακός, ἐγκρατής, νηστευτής, καὶ τὴ μερίδα τοῦ κρέατος κατὰ τὴ σαρακοστὴ τῶν Χριστουγέννων τὴν ἔδινα στοὺς διπλανούς μου, προσποιούμενος τὸν ἀδιάθετο ὥσπου ἔγινε ἀντιληπτό, καὶ ἐνῶ ὁ κ. Διευθυντὴς μὲ ἀντιμετώπισε πατρικά, ἄλλος ὅμως καθηγητής, φιλόλογος, μὲ εἰρωνεύτηκε μέσα στὴν τάξη τὴν ὥρα τοῦ μαθήματος ὡς «νηστευτὴ» καὶ «ἅγιο».

Πῶς νὰ σὲ προσφωνοῦμε

Τὸ «κύριε καθηγητὰ» ταιριάζει στὸν μοναδικὸ Ῥαββί, δηλαδὴ Διδάσκαλο, ποὺ εἶναι ὁ Κύριός μας. Ἄλλωστε τὸ λέει ὁ ἴδιος: «Σεῖς οἱ μαθητές Του μὴν κληθῆτε καθηγηταί· ἕνας εἶναι ὁ καθηγητής σας· οὔτε πατέρες· ἕνας εἶναι ὁ Πατέρας σας»· («ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ῥαββί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί ἐστε. καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς· εἷς γάρ ἐστιν ὁ πατὴρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός» [Ματθ. κγ΄, 8-10]).

Γι’ αὐτό, εἶπα στὰ παιδιὰ ὅτι θέλω νὰ μὲ αἰσθάνονται ὡς μεγαλύτερο ἀδελφό τους. Σπάνια χρησιμοποιοῦσε κάποιο παιδὶ αὐτὸν τὸν χαρακτηρισμό. Γι’ αὐτό σὲ πολλὲς ἀνώνυμες ἐπιστολές τῶν παιδιῶν συναντᾶται τὸ «ἀδελφέ». Ἦταν δική μου ἐπιθυμία.

Αἰσθάνομαι βαρὺ τὸν τίτλο τοῦ καθηγητῆ, τοῦ πατέρα. Δὲν ἀποποιοῦμαι τῶν εὐθυνῶν μου καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ προσπαθῶ πάσῃ θυσίᾳ νὰ εἶμαι συνεπὴς στὴν ἀποστολή μου ὡς πατέρας καὶ διδάσκαλος, τόσο στὴν μικρή μου ὅσο καὶ στὴν μεγάλη μου οἰκογένεια. Εἶμαι παππούς, πατέρας, μητέρα, ἀδελφός, ὑπηρέτης κ.τ.λ. στοὺς ἀδελφούς μου. Ἀλλὰ τὸ ἴδιο αἰσθάνομαι ὅτι εἶναι γιὰ μένα τὰ παιδιὰ τοῦ Οὐράνιου Πατέρα μου.

Καθηγητής θεολόγος

Ἦρθε ἕνα Λύκειο θηλέων ἐκδρομὴ στὴ Σχολή μας. Ἐγὼ καθόμουν στὴ θέση δίπλα στὸ παράθυρο. Μόλις τὸ ἀντιλήφθηκα, γύρισα τὴν πλάτη μου καὶ ἔβλεπα μέσα στὴν τάξη καὶ πλάγια τὸν κ. καθηγητή. Ἀμέσως διαπίστωσα τὴν κακία του. Μὲ ἄγριο ὕφος καὶ φωνὴ ἐπιτιμητικὴ λέει: «Ἂν κοιτάξεις ἔξω, θὰ σὲ πετάξω ἔξω». Ἤμουν μεγάλο παιδὶ κοντὰ στὰ εἴκοσί μου χρόνια.

Καὶ νὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ σημειώσω ἐδῶ ὅτι, σὲ ὅλη μου τὴ ζωή, ἤμουν προσεχτικὸς καὶ στὰ μάτια μου, στὶς σκέψεις - λογισμούς, καὶ στὸ σῶμα, γιατὶ πρόσεχα τὸν ἑαυτό μου ἀπὸ κάθε κώλυμμα γιὰ τὴν ἱερωσύνη, σύμφωνα μὲ τὸ συμβόλαιο ποὺ ἔκανα μὲ τὸν Θεό. Θυμᾶμαι, ὅταν βρισκόμουν στὴν πόλη καὶ ἤξερα ὅτι σὲ ἀπόσταση ἑκατὸ μέτρων ὑπῆρχε κινηματογράφος, ποὺ κατὰ κανόνα πρόβαλλε προκλητικὲς φωτογραφίες, μόλις πλησίαζα στὰ σαράντα μέτρα, ἔρριχνα τὸ βλέμμα μου στὴν ἀπέναντι πλευρὰ τοῦ δρόμου, γιὰ νὰ μὴν δῶ τὶς ἄσεμνες φωτογραφίες...

Ἄλλος καθηγητής

Σὲ μάθημα ἄλλου καθηγητῆ ποὺ ἤμουν σχεδὸν στὸ ἄριστα, μὲ ἄφηνε μετεξεταστέο. Ἔτσι, ἔφευγα μέσα στὸ βουνό, σήκωνα τὰ χέρια μου στὸν οὐρανὸ καὶ παρακαλοῦσα, ἂν ἡ Ἀγαθότητα τοῦ Κυρίου νομίζει συμφέρον μου, νὰ μὲ πάρει ἀπ’ αὐτὸν τὸν ἀπάνθρωπο κόσμο. Σήμερα, ὕστερα ἀπὸ σκληρὴ ἐκπαίδευση, οἰκτείρω τέτοιους ἐμπαθεῖς, ἀρρώστους ἀδελφούς μου.

Ἐφημέριος στὴ Νέα Μηχανιῶνα

Ἡ «ἐκπαίδευσή» μου συνεχίζεται τώρα σὲ μεγαλύτερο βαθμό. Ἤδη εἶχα νυμφευθῇ, χειροτονήθηκα ἱεροδιάκονος καὶ βρισκόμουν στὴ Θεσσαλονίκη ὡς φοιτητής. Στὰ τέσσερα χρόνια πῆρα τὸ πτυχίο καὶ τὸν ἑπόμενο ὑπηρετῶ ὡς Ἐφημέριος στὴ Νέα Μηχανιῶνα. Ἐδῶ βίωσα τὸ μεγαλύτερο Πανεπιστήμιο. Εἶδα ζωντανὴ τὴν προστασία, τὴν εὔνοια, τὴν εὐλογία, τὴ χάρη τῆς Μεγαλόχαρης Μητέρας μου. Ἄλλωστε μοῦ τὸ ὑποσχέθηκε κατ’ ὄναρ, ὅταν ἤμουν πρωτοετὴς στὸ Γυμνάσιο. Τὸ διαπίστωσα στὰ δέκα περίπου χρόνια στὸ προσκύνημά της: «Τὶς διηγήσεται» τὴν προστασία της καὶ παρουσία της.

Ἂν εἶναι θέλημά της, ἐγὼ ἢ κάποιος ἱκανότερος νὰ διηγηθῇ καὶ νὰ γράψῃ ὅσα θαυμαστὰ ἐνήργησε κατὰ τὴν ταπεινὴ διακονία στὸ σπίτι της. Ἡ πνευματικὴ καὶ ὑλικὴ βοήθειά της ἦταν ἐμφανής. Πῶς, ὕστερα ἀπὸ τόση πολεμικὴ ἀπὸ μεγαλόσχημους πνευματικοὺς καὶ πολιτικούς, ἀκόμα ἀναπνέω! «Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν» κατὰ τὸν ψαλμωδόν [ψαλμ. 65,12].

Ὡς ἐκπαιδευτικὸς

Μετὰ μία δεκαετία ἀπὸ τὴν ὁρκωμοσία μου ἦρθε ὁ διορισμὸς μου στὸ Λύκειο Προσοτσάνης Δράμας. Ἔρχεται, λοιπόν, τώρα ἡ ὥρα νὰ ἐφαρμοστεῖ τὸ ἄλλο συμβόλαιο: «Βόσκε τὰ ἀρνία μου» [Ἰωὰν. κα΄,15&17]. «Ζήτησες νὰ βρεθῇς στὰ ἀρνία μου. Ἤδη σοῦ τὰ ἐμπιστεύομαι· βόσκε τὰ ἀρνία μου, ποίμανε τὰ πρόβατά μου». Ἀναλογίζομαι· ἂν γιὰ τὰ ἄλογα πρόβατα τοῦ πατέρα μου ὑπέμεινα τὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας, τὶς ποικίλες δυσκολίες τοῦ χειμῶνα καὶ τὶς ἀγρυπνίες (τὸ καλοκαίρι, τὰ βράδια, κοιμόμουν ὄρθιος στὴν κυριολεξία πίσω ἀπ’ τὰ ζωντανά), τώρα ποὺ φροντίζω τὰ λογικά Του πρόβατα, ποὺ ὅλα εἶναι μεγαλειότητες, πόση φροντίδα καὶ αὐτοθυσία πρέπει νὰ διαθέτω!!!

Τὰ πρῶτα δύο χρόνια ἦταν σημαδιακά. Ἡ πρώτη προϊσταμένη ἦταν γυναίκα Λυκειάρχης. Ἡ συνεργασία μας ἄριστη. Τὸ Λύκειο κελαηδοῦσε. Λίγο κράτησε, ἄλλαξε ὁ Λυκειάρχης. Ἦταν διαμετρικὰ ἀντὶθετος. Ἦταν ὅμως, ἀληθινά, καὶ λεβέντης. Ἦταν μαρξιστής, ὀπαδὸς ἑνὸς κόμματος τοῦ ἐξωτερικοῦ. Ἀναγκάστηκα νὰ τοῦ πῶ: «Αὐτὸ δὲν εἶναι σχολεῖο, εἶναι κατάντημα». Ἄκουγα τὰ παράπονα τῶν γονιῶν τῶν παιδιῶν, ποὺ τοὺς ἐπισκεπτόμουν τὰ βράδια στὰ χωριά. Γι’ αὐτό, λοιπόν, ὁ πόνος ἦταν μεγάλος.

Διάλογος μὲ τὸν κ. Λυκειάρχη

Πολλὰ μποροῦν νὰ γραφοῦν καὶ νὰ λεχθοῦν. Ἀναφέρω ἐλάχιστα. Μιὰ μέρα μὲ καλεῖ στὸ γραφεῖο καὶ μοῦ λέει: «Ρέ, πάτερ, γιατὶ τὰ παιδιὰ σὲ ἀγαποῦν τόσο πολύ; Τί τὰ κάνεις; Τί τὰ λές; Ἀσφαλῶς γιὰ τὸν Θεό». Ἀπαντῶ: «Ναί». «Αὐτὸν τὸν Θεὸ τὸν εἶδες, τὸν γεύτηκες, τὸν ἔπιασες;», καὶ ἐν τῷ μεταξὺ κοκκίνιζε. Φοβήθηκα μὴν πάθει κάποιο ἐγκεφαλικὸ καὶ ποῦν ὅτι ὁ παπᾶς τὸν πέθανε. Βιάστηκα γιὰ νὰ τὸν προλάβω, παίρνοντας τὸν λόγο, καὶ μὲ σεβασμὸ καὶ γλυκύτητα Χριστοῦ τοῦ ἀπαντῶ: «Κύριε Λυκειάρχα, ἂν ὁ Χριστὸς, ποὺ βρίσκεται ζωντανὸς στὸ στέρνο μου, φύγει γιὰ ἕνα - δύο λεπτὰ πεθαίνω ἀπὸ ἀσφυξία». «Φτάνει», μοῦ λέει. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἄλλαξαν ὅλα. Οἱ συνάδελφοι μοῦ λέγανε: «Θὰ σὲ κόψῃ», ἀφοῦ ἡ εἰσήγησή του ἦταν ἀπαραίτητη γιὰ τὴ μονιμοποίησή μου. Ἔπεσαν ἔξω.

Ἰδιαίτερα τὸν προβλημάτιζε τὸ γεγονὸς ὅτι τὴν ὥρα τοῦ διαλείμματος, ἐκεῖ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ πάω γιὰ μάθημα, γινόταν «τὸ σῶσε» κατὰ τὴ λαϊκὴ ἔκφραση. Τὰ παιδιὰ τοῦ Λυκείου ἄνοιγαν τὰ θρανία καὶ κατέβαζαν τὴν ἕδρα στὸ μέσον. Πήγαινε, φυσικῷ τῷ λόγῳ, ὁ Λυκειάρχης νὰ δεῖ γιατὶ αὐτὴ ἡ ἀταξία. Ἔπαιρνε τὴν πρέπουσα ἀπάντηση. Τὰ παιδιὰ ἦταν κάθετα γι’ αὐτὸ ποὺ ἔκαναν. Ἤθελαν τὸν δάσκαλό τους ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ κοντά τους.

Ἡ γιορτὴ τῆς 25ης Μαρτίου

Ἕνα δεύτερο περιστατικό: Γιὰ τὴ γιορτὴ τῆς 25ης Μαρτίου μοῦ ἀνέθεσε νὰ ποῦμε ὡρισμένα ἄσματα. Δὲν μοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία οὔτε ἕνα λεπτὸ νὰ κάνω κάποια πρόβα γιὰ τὴν προετοιμασία. Ἀνήμερα τῆς γιορτῆς, μετὰ τὴν προσευχή, μοῦ λέει: «Σὲ μιὰ ὥρα ἀρχίζει ἡ γιορτή, κάνε τὴν ἑτοιμασία σου». Ἡ προετοιμασία γινόταν στὰ τμήματα. Κατάλαβα τὸν πειρασμό. Μὲ ἕνα νεῦμα μου πλησίασαν ὀγδόντα μὲ ἑκατὸ παιδιά. Τοὺς εἶπα: «Τώρα θὰ δείξουμε ἂν στὶς φλέβες μας τρέχει αἷμα Ἑλληνικό». Ἡ ἀπόδοση, ἡ συμμετοχὴ ἦταν τέτοια ποὺ πράγματι ράγιζε καρδιές. Συγκλονιστικὲς στιγμές. Ὅπως τὸ 1821, ποὺ μπορούσαμε νὰ φθάσουμε στὴν Κωνσταντινούπολη κυνηγώντας τοὺς Ἀγαρηνούς, μὲ τὸν ἐνθουσιασμὸ ποὺ ἔκαιγε τὶς καρδιὲς τῶν Ἑλλήνων, τὰ πρῶτα δύο χρόνια.

Μὲ συνεχάρη ὁ κ. Λυκειάρχης – Ἡ βαθμολογία

Ὅταν ἦρθε ὁ καιρὸς γιὰ τὴ βαθμολογία, ἐμένα ἦταν κάτι ποὺ δὲν μὲ ἀπασχόλησε ποτέ. Ἕνα μὲ ἐνδιέφερε, πῶς θὰ ἑνώσω τὰ παιδιὰ μὲ τὸν Χριστό. Ἀγρυπνοῦσα κάθε βράδυ καὶ ἔλεγα στὸν Χριστό μας: «Αὔριο θὰ παρουσιαστῶ στὰ παιδιά Σου, τὰ ἀδελφάκια μου, θέλω ἔντονη τὴν παρουσία Σου». Δὲν μὲ διέψευσε.

Ἔβαλε, λοιπόν, τοὺς βαθμούς του σὲ τέσσερα μαθήματα. Πῆγαν στὴν Ἐπιθεώρηση. Ἀπὸ περιέργεια, μετὰ ἀπὸ καιρό, εἶπα ἂς περάσω νὰ δῶ. Τὸ ἀποτέλεσμα: Τρία ἄριστα μοῦ ἔβαλε καὶ στὸ τέταρτο σχεδὸν ἄριστα! Γι’ αὐτὸ, εἶπα, ἦταν καὶ λεβέντης.

Δίωρη ἐπιθεώρηση ἀπὸ θεολόγο καθηγητή

Ἦρθε καὶ ὁ ἐπιθεωρητής – ἔτσι τότε τοὺς λέγαμε – τῶν θεολόγων καὶ παρακολούθησε γιὰ δύο συνεχόμενες ὧρες τὸ μάθημά μου. Γιὰ δύο - τρία χρόνια ἔλεγε: «Αὐτὸς ὁ παπᾶς δὲν κάνει μάθημα, ἀλλὰ λειτουργεῖ στὶς καρδιὲς τῶν παιδιῶν». Ἐνθουσιάστηκε. Ἔγινε πάντως ἡ αἰτία νὰ κάμω πολλοὺς ἐχθροὺς μὲ αὐτὰ ποὺ ἔλεγε.

Σὲ μιὰ συνάντησή μας μιλήσαμε σχετικὰ καὶ μὲ τὴ βαθμολογία, γιατὶ δὲν τὸ κρύβω μιὰ ζωὴ μὲ ἔκαιγαν οἱ ἀδικίες τῶν δασκάλων μου Μέσης καὶ Ἀνωτάτης ἐκπαίδευσης. Δὲν πῆγα οὔτε νὰ δῶ τὸν βαθμὸ ποὺ ἔβαλε. Εἶχα διαπιστώσει τὸ κατεστημένο ποὺ τὸν συνόδευε. Ἔπρεπε νὰ εἶσαι ἀσπόνδυλο γιὰ νὰ ἔχεις ἄριστη βαθμολογία, κάτι ποὺ δὲν μοῦ τὸ ἐπέτρεπε ὁ Θεός.

Πρώτη φορὰ ἀκούσαμε τὴ φωνή της

Τώρα νομίζω ὅτι ἀξίζει νὰ ἀναφέρω ἐλάχιστα ἀπ’ τὰ πολλὰ περιστατικὰ ποὺ φανερώνουν τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιὲς τῶν παιδιῶν. Συνάδελφος, θεολόγος, συνυπηρετούσαμε στὴ Νέα Μηχανιῶνα. Στὸ Λύκειο ἐγὼ εἶχα τὴν κόρη του, στὴ Β΄ Λυκείου, αὐτὸς τὰ δίδυμά μου στὸ Γυμνάσιο.

Στὸ διάλειμμα συνέβη νὰ ἤμαστε μαζὶ ἐπιβλέποντες τὰ παιδιά. Μὲ πλησιάζει καὶ μοῦ λέει: «Πάτερ, σὰν δάσκαλος εἶσαι ἐπιτυχημένος». Δὲν τὸ περίμενα. «Τί συμβαίνει, πῶς τὸ λὲς αὐτό;». «Ἡ Δέσποινα, ποὺ τὴν ἔχεις στὴ Β΄ Λυκείου, εἶναι κόρη μου. Τὴ φωνή της δὲν τὴν εἴχαμε μέχρι τώρα ἀκούσει. Τώρα καὶ μᾶς μιλάει καὶ μᾶς τραγουδάει αὐτὰ ποὺ μαθαίνεις στὰ παιδιά!».

Πιάσαμε λαγό

Στὸ Λύκειο Βασιλικῶν ἕνας μαθητὴς ἐπὶ τρία χρόνια ἦταν στὴν Γ΄ τάξη. Κατὰ κανόνα τὸν ἀπέβαλλαν σχεδὸν ὅλοι οἱ καθηγητὲς ἀπ’ τὴν τάξη. Τὸν πλησίασα φιλικά. Συζητήσαμε ἀδελφικὰ καὶ πατρικά. Τοῦ εἶπα: «Γιῶργο, αὐτὴ δὲν εἶναι κατάσταση. Πρέπει νὰ βάλουμε μιὰ καλὴ ἀρχή. Δεῖξε λίγο φιλότιμο. Πάρε κανένα βιβλίο. Βοήθησε ἔτσι καὶ τοὺς καθηγητές».

Τὸ ἀποτέλεσμα, σὲ λίγες μέρες, χαρούμενος ἔρχεται στὸ γραφεῖο τῶν καθηγητῶν ὁ φυσικομαθηματικὸς καὶ λέει: «Πιάσαμε λαγό, πιάσαμε λαγό!». «Τί ἔγινε;», ρωτᾶνε οἱ συνάδελφοι. Ἔρχεται σὲ μένα καὶ λέει: «Ἦρθε ὁ μαθητὴς (τάδε), ἐπιτέλους, μὲ ἕνα τετράδιο. Ἦταν, πάτερ, δικό σου». Εἶχα παρακαλέσει τὰ παιδιὰ νὰ διαβάζουν καθημερινὰ ἕνα κεφάλαιο ἀπ’ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἕναν στίχο νὰ τὸν γράφουν σὲ τετράδιο.

   [εἰκόνα 3η: «τετράδιον Ἡμερολόγιον»]

Ἂν δὲν ἦταν αὐτὸς ὁ παπᾶς, θὰ σᾶς ἔκαιγα ὅλους

Πάλι στὰ Βασιλικά, τώρα στὸ Γυμνάσιο. Ἔρχονταν 8-10 παιδάκια ἔξω ἀπ’ τὸ γραφεῖο γιὰ νὰ μὲ συνοδεύσουν στὸ τμῆμα ποὺ εἶχα μάθημα. Ἕνας μικρὸς μοῦ ζήτησε ἕνα ρουσφέτι: «Ἂν, πάτερ, μοῦ δώσεις αὐτὸν τὸν βαθμὸ, θὰ εἶμαι ὁ εὐτυχέστερος τῶν ἀνθρώπων». Ἔχοντας ἐγώ τὸν δικό μου τὸν καημό, ἀνταποκρίθηκα στὸ αἴτημά του καὶ κέρδισα τὴν καρδιά του γιὰ τὸν Χριστό.

Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ πάει ὁ μικρὸς στὸ γραφεῖο καὶ λέει στὸν Γυμνασιάρχη: «Ἂν δὲν ἦταν αὐτὸς ὁ παπᾶς, θὰ σᾶς ἔκαιγα ὅλους!».

Κάτω οἱ μάσκες

Συνήθιζα, ὅταν πήγαινα σὲ νέο σχολεῖο, νὰ παρακαλῶ τὰ παιδιά: «Παιδιά, κάτω οἱ μάσκες». Καὶ αὐτὸ γιὰ νὰ βλεπόμαστε καὶ νὰ ἀφήνουμε τὶς ὑποκρισίες μας. Συμφωνοῦσαν τὰ παιδιά, ἄλλωστε τὶς περισσότερες μάσκες τὶς φοροῦσα ἐγώ· γενικὰ τὶς φορᾶμε ὅλοι ἐμεῖς οἱ μεγαλύτεροι. Ἔτσι, ὅταν πῆγα στὸ Λύκειο Χαριλάου, ἤξερα ὅτι βρισκόμουν σὲ δύσκολο χῶρο. Ὅλοι ἔλεγαν ὅτι τὰ παιδιὰ αὐτὰ εἶναι δύσκολα.

Πάτερ, μᾶς κάλυψες

πρώτη διαπίστωση ἦταν ἡ ἑξῆς: Ἄκουσα ἕναν μικρὸ τοῦ Γυμνασίου νὰ λέει: «Τί θέλει αὐτὸς ὁ τραγόπαπας ἐδῶ;». Ἐννοοῦσε ἐμένα. Ἐπὶ δύο μῆνες μιλοῦσα ἐγώ. Μετὰ λέω στὰ παιδιά: «Ἦρθε ἡ ὥρα τώρα νὰ μιλήσετε ἐσεῖς. Ποῦ συμφωνεῖτε, ποῦ διαφωνεῖτε, τί δὲν σᾶς ἄρεσε. Ἀκούω τὶς ἐνστάσεις σας». Ἀπάντηση καμία. «Ρέ, παιδιά, τί συμβαίνει; Ἐγὼ περιμένω νὰ μὲ βομβαρδίσετε». Πάλι δὲν μιλᾶνε. «Παρακαλῶ, περιμένω ἀπάντηση». Σηκώθηκαν δύο - τρία παιδιὰ καὶ μοῦ λένε: «Πάτερ, πήραμε ἀπάντηση. Μᾶς κάλυψες. Δὲν ἔχουμε κανένα κενό. Ὅ,τι θέλαμε τὸ πήραμε».

Στὴ γιορτὴ τοῦ Πολυτεχνείου

Δεύτερη περίπτωση. Σὲ δεκαπέντε περίπου μέρες εἶχαν τὴ γιορτὴ τοῦ Πολυτεχνείου. Ἤξερα ὅτι ἤθελαν κάτι νὰ ἀκούσουν ἀπὸ μένα καὶ τὰ ὑπόλοιπα παιδιὰ, ποὺ δὲν εἶχαν τὴ δυνατότητα αὐτή, γιατὶ δὲν μποροῦσα νὰ πάω στὸ τμῆμα τους. Ἀπόδειξη; Ὅταν πήγαινα γιὰ μάθημα στὸ τμῆμα μου, ἔμπαιναν μπροστά μου καὶ μὲ ρωτοῦσαν: «Σ’ ἐμᾶς πότε; Μπὲς μέσα». Ἀστειευόμενος τοὺς εἶπα: «Καὶ τί θὰ γίνει μὲ τὸν συνάδελφο ποὺ ἔχει μάθημα;». Καὶ τότε μοῦ ἀπάντησαν: «Ἐμεῖς θὰ τὸ τακτοποιήσουμε».

Μὲ τὴν εὐκαιρία, ποὺ ἦταν ὅλα τὰ παιδιὰ συγκεντρωμένα, ζήτησα τὴν ἄδεια τῆς κ. Λυκειάρχου νὰ πῶ δυὸ λόγια. Μοῦ δόθηκε ἡ ἄδεια. Τὴν ὥρα ποὺ ἀνέβαινα νὰ χαιρετήσω τὴν συνάδελφο θεολόγο, ποὺ ἦταν στὰ ἄλλα τμήματα, τὴν ἔπιασαν τὰ κλάμματα. Φοβήθηκε μήπως μὲ «γιουχαΐσουν». Ὅταν εἶδε καὶ ἄκουσε νὰ χειροκροτοῦν, ἀπόρρησε. Μοῦ τὸ εἶπε ἡ ἴδια.

Πρωϊνὴ προσευχή, ἕνα λυπηρὸ θέαμα

Τρίτη περίπτωση. Στὴν πρωϊνὴ προσευχὴ τὸ θέαμα ἦταν λυπηρό. Οἱ καθηγηταὶ δὲν πλησίαζαν τὰ παιδιὰ γιὰ τὴν προσευχή. Κακὸ παράδειγμα. Τὰ παιδιὰ περίπου τετρακόσια σὲ Γυμνάσιο καὶ Λύκειο. Δύσκολα τὰ πράγματα.

Παρακάλεσα τὴν κ. Λυκειάρχη νὰ κάνω ἐγὼ τὴν προσευχή, ὅταν συνέβαινε νὰ ἔχω μάθημα τὴν πρώτη ὥρα. Τὸ δέχτηκε εὐχαρίστως. Ἔλεγα τὴν καθιερωμένη προσευχή, δυὸ λόγια ὡς αὐτοσχέδια προσευχὴ ποὺ ἔπιαναν τὴ συχνότητα τῶν παιδιῶν, καὶ τέλος ἕναν στίχο ἀπὸ ἕναν ὕμνο μὲ ρυθμὸ καὶ περιεχόμενο πνευματικὰ δυνατό.

Μετὰ ἀπὸ μερικὲς φορές, εἶπα νὰ δῶ τὴ στάση τῶν παιδιῶν καὶ τὴν ἀνταπόκρισή τους. Εἶδα ἕνα χωράφι νὰ κυματίζει, ὅπως τὰ σπαρτὰ τοῦ Μαΐου ὅταν τὰ φυσάει δροσερὸ ἀεράκι, μιὰ θάλασσα νὰ κυματίζει, ἕνα ὑπέροχο θέαμα. Διαπίστωσα ὅτι τὰ παιδιά, ἰδιαίτερα, θέλουν τὸ ἀληθινό, τὸ γνήσιο, τὸ ὀρθό, θέλουν σεβασμὸ καὶ ἀληθινὴ ἀγάπη.

Αὐτὸ μοῦ τρύπησε τὴν καρδιά

Ἕνα τελευταῖο στὸ Λύκειο τῆς Προσοτσάνης: Ἕνας μαθητὴς τῆς Β΄ Λυκείου φαινόταν ὅτι ἔχει προβλήματα. Κατὰ κανόνα ἦταν μόνιμα τὴν ὥρα τοῦ μαθήματος πεσμένος πάνω στὴ σόμπα. Στὰ μαθήματα ἦταν πολὺ ἀδιάφορος. Τὸν ρωτοῦσα πολλὲς φορές: «Πῶς πᾶνε τὰ κέφια Χ.;». «Ἄστα, ρὲ πάτερ, μαῦρα χάλια».

Τὸν χάϊδεψα ἐλαφριὰ στὸ κεφάλι καὶ τὸν ἄφησα στὸν κόσμο του. Μιὰ μέρα, τὴν ὥρα ἑνὸς ὕμνου, πετάγεται ὄρθιος ὁ Χ., ἀνοίγει τὰ χέρια του καὶ ἀνακουφισμένος - κεφάτος λέει: «Ἔ, ρὲ πάτερ, αὐτὸ ποὺ εἶπες μὲ τρύπησε τὴν καρδιά!».

Ἐκπληκτικὴ ἀπόδοση στὰ μαθήματα

Στὸ ἴδιο σχολεῖο. Μπαίνει ἕνας συνάδελφος στὸ γραφεῖο τῶν καθηγητῶν, μετὰ τὸ μάθημα, εἰρωνευόμενος καὶ μιμούμενος ἕναν μαθητή. Ἐμένα «ἄναψαν τὰ λαμπάκια». Τοῦ εἶπα: «Τί πατέρας εἶσαι ’σύ; Κοροϊδεύεις τὸ παιδί σου». Πῆρα κατ’ ἰδίαν τὸν ἐν λόγῳ μαθητή, τὸν τόνωσα καὶ τὸν διαβεβαίωσα ὅτι ἔχει πολλὲς δυνατότητες. Στὸ ἑξάμηνο ἔγραψε ἀρκετά, δεκαοχτώ, δεκαεννέα καὶ εἴκοσι. Ἔτριβε τὰ μάτια του ὁ συνάδελφος.

Ἐκδήλωση εὐγνωμοσύνης

Γράφαμε τὲστ στὸ μάθημα γιὰ νὰ δικαιολογήσω τὸν βαθμό των μαθητών. Κάποια κοπέλα βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ δηλώσῃ τὴν εὐγνωμοσύνη της. Σταματάει τὸ γράψιμο τοῦ τὲστ καὶ μοῦ γράφει: «Ἤθελα νὰ σὲ εἶχα πατέρα. Βάλε ὅ,τι βαθμὸ θέλεις. Σ’ εὐχαριστοῦμε γιὰ ὅ,τι κάνεις γιὰ μᾶς». Ζούσαμε τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ.

Εὐδοκία Θεοῦ ἡ ἀποστολή μου στὴν Ἀμερική

Ἔμπονη ἡ διὰ βίου ζωή μου, ἰδιαίτερα ὅταν μπῆκα στὸν στίβο ὡς οἰκογενειάρχης καὶ μάλιστα πολύτεκνος.

Ὡς κληρικός, μὲ δυσκολίες ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν. Ἔσωθεν ἐννοῶ μέσα στὸν κλῆρο, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ βρίσκω κατανόηση, συμπαράσταση καὶ μάλιστα ἐνθάρρυνση, ἀκόμα καὶ ἔπαινο, δυστυχῶς ἦταν τροχοπέδη καὶ πολλὲς φορὲς γίνονταν φορτίο δυσβάστακτο.

Ἐπίσης, καὶ ὡς ἐκπαιδευτικὸς ἤθελα νὰ γνωρίσω τὸν ἀέρα τῆς «πολιτισμένης» Δύσεως, νὰ ἀναπνεύσω τὴ δημοκρατία, τὴν ἀξιοκρατία καὶ γενικῶς τὴν ἐλευθερία ποὺ διαφήμιζαν αὐτοὶ ποὺ ἔρχονταν ἀπ’ ἔξω καὶ παρίσταναν τὸν καμπόσο, δηλαδὴ φρονοῦσαν «παρ’ ὃ δεῖ φρονεῖν». Ὑψηλοφρονοῦσαν, ὡς καὶ σήμερα. Ἤθελα νὰ ἔχω σχετικὴ ἐμπειρία.

Οἱ οἰκογενειακές, πνευματικὲς καὶ ὑλικὲς δυσκολίες, παρ’ ὅλο ποὺ βρισκόμουν σὲ πλεονεκτικὴ θέση ὡς διπλοθεσίτης, μὲ πίεζαν καὶ ἔπρεπε νὰ βοηθήσω τὰ παιδιά. Ἰδιαίτερα, γνωρίζοντας τὶς μεγάλες ἐλλείψεις τῶν ὁμογενῶν μας, ὅσον ἀφορᾷ τὴν πνευματική καὶ θρησκευτικὴ κατάρτισή τους ἀλλὰ καὶ τοὺς μεγάλους κινδύνους ἀπὸ τὶς πολυάριθμες αἱρέσεις, μεγάλωνε τὸν πόθο μου νὰ προβάλω τὸ μεγαλεῖο τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Ἐπειδὴ χείλη ἱερέως δὲν πρέπει νὰ ψεύδωνται (τὸ ἐπιβάλλει καὶ ἡ πραγματικότητα), ὁμολογῶ ὅτι αὐτὸ ὑπῆρξε καὶ τὸ μέγα «μειονέκτημά μου» σ’ ὅλη μου τὴ ζωή, δηλαδὴ ἡ Ὀρθοδοξία μου, ἡ ὁποία μοῦ στοίχισε καὶ μοῦ στοιχίζει ἀκόμα πολὺ ἀκριβά.

Ἀνάθεση στὸν Θεό

Γιὰ νὰ πραγματοποιηθοῦν τὰ ὄνειρά μου ἔπρεπε νὰ γνωρίζω Ἀγγλικά, νὰ ἔχω γνωριμίες καὶ πολλὰ ἄλλα. Δὲν εἶχα τίποτα ἀπὸ τὰ ἀπαιτούμενα σὲ ὅμοιες περιπτώσεις τυπικὰ προσόντα. Στράφηκα στὸν Θεό, στὴν Προστάτιδα Μητέρα μας καὶ στὸν Ἅγιο Γεώργιο.

Στὴν ἐνορία ποὺ ὑπηρετοῦσα ἦταν προστάτης τῶν αδικουμένων ὁ τροπαιοφόρος Ἅγιος Γεώργιος Βερτίσκου. Τὴν προηγούμενη χρονιὰ ἀπὸ ἐκεῖ ἔφυγε γιὰ τὴ Βενεζουέλα ὁ πατὴρ Ἐλευθέριος. Γιὰ δύο περίπου χρόνια ἀνέφερα στὴν προσευχή μου τὴν πραγμάτωση τῶν ὀνείρων μου, ἂν ἦταν βέβαια καὶ τὸ θέλημα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ. Παρακάλεσα νὰ μὲ βοηθήσει καὶ ἡ οἰκογένεια, γιατὶ μᾶς ἀφοροῦσε ὅλους. Ἔκαναν καὶ αὐτοὶ τὸ κατὰ δύναμιν.

Μιὰ βραδιὰ κλείστηκα στὴν ἐκκλησία (στὸν Ἅγιο Γεώργιο Βερτίσκου) ἀπὸ τὶς δέκα μέχρι τὶς τέσσερις τὸ πρωΐ. Ἐπὶ μία ὥρα συνομιλοῦσα μὲ τὸν Κύριο. Τέτ-α-τέτ. Μετὰ ἀπὸ ἄλλη μιὰ ὥρα πῆγα στὴ ΜΗΤΕΡΑ μας, μ’ ὅλη τὴ σημασία τῆς λέξης. Εἶπα, καὶ τί δὲν εἶπα. Τῆς μίλησα γιὰ τὴν ἀφοσίωσή μου, τὴν αὐταπάρνησή μου καὶ τὴν εὐλάβειά μου στὸ πρόσωπό της, τὶς δυσκολίες ποὺ πέρασα, ἰδιαίτερα τὰ δέκα χρόνια περίπου τῆς διακονίας μου στὸ προσκύνημά της στὴ Νέα Μηχανιῶνα. Τῆς θύμισα τὸν ὅρκο, σὰν τοῦ Μακρυ-γιάννη ποὺ εἶπε: «Σήμερα πεθαίνω γιὰ σένα Πατρίδα». Ἐγὼ εἶπα: «Μητέρα, γνωρίζεις ὅτι σὲ δύο χρόνια πέσανε τὰ μαλλιά μου», καὶ ἤμουν 29-30 ἐτῶν. «Ἔδωσα ὅ,τι μοῦ ἔδωσε ὁ Υἱός σου. Δὲν ἀπέβλεψα σὲ πρόσωπο ἀνθρώπου. Στὴν προσπάθεια ἐξυγίανσης καὶ διόρθωσης τῶν ὑλικῶν καὶ πνευματικῶν ἀτασθαλιῶν δὲν ὑποχώρησα οὔτε χιλιοστό. Εἶδα τὴν προστασία Σου, εἶδα τὰ μεγαλεῖα Σου. Καὶ ὅταν ἔφθασα ψυχοσωματικὰ τόσο ἀδύναμος, ὥστε δὲν μποροῦσα τρεῖς λέξεις νὰ βάλω στὴ σειρὰ λόγω τέλειας ἐξάντλησης, μὲ ἔστειλες στὰ ἀρνία τοῦ Υἱοῦ σου».

Στὴ συνέχεια πῆγα στὸν Τίμιο Πρόδρομο. Εἶπα ὅ,τι μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός καὶ ζήτησα νὰ μεσιτεύσει στὸν κοινό μας Πατέρα καὶ Διδάσκαλο γιὰ τὸ πρόβλημά μου, ἐπειδὴ μὲ τίμησε καὶ ἐμένα ὁ Θεὸς νὰ γνωρίσω διωγμούς γιὰ τὴν ἀγάπη Του, νὰ γνωρίσω καὶ τὴν ἀνθρώπινη κακία καὶ αὐτὴν τοῦ κοινοῦ μας ἐχθροῦ, τοῦ διαβόλου. Τελευταῖα πῆγα στὸν Τροπαιοφόρο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο νὰ δείξει κατανόηση καὶ νὰ μὲ ὑπερασπιστῇ καὶ νὰ ἐκπληρώσῃ τὸ αἴτημά μου. Εἶδα τὸ ρολόϊ, ἦταν τέσσερις τὸ πρωί. Ἔπρεπε γιὰ δύο ὧρες νὰ ἡσυχάσω, γιατὶ εἴχαμε στὶς 7:30΄ τὴ θεία λειτουργία.

Ἡ ἀπάντηση τοῦ Οὐρανοῦ

Πῆγα στὸ σπίτι τοῦ ἐπιτρόπου καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, συνοδείᾳ δύο ἐπιτρόπων, πήγαμε στὴν ἐκκλησία γιὰ τὰ περαιτέρω. Ὅταν μπήκαμε μέσα, μᾶς ἐπιφυλασσόταν ἕνα θαυμαστὸ γεγονός. Ἀπὸ τοὺς τρεῖς πολυελαίους ποὺ ὑπῆρχαν στὸ κεντρικὸ κλῖτος, στὸν κεντρικὸ μεγάλο πολυέλαιο, ἀπὸ τὶς τρεῖς σειρὲς ποὺ εἶχε ἀπὸ κρυστάλλους, ὁ μεσαῖος κύκλος τῶν κρυστάλλων «χόρευε», ἐκινεῖτο στὴν κυριολεξία «ἐν χορῷ».

Λέει ὁ ἕνας ἐπίτροπος: «Σεισμός!!!». «Ναί, ἀλλὰ γιατὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι πολυέλαιοι καὶ τὰ κανδύλια εἶναι ἀκίνητα;». «Θὰ φυσάει ἀέρας ἀπὸ κάποιο παράθυρο», ξαναλέει. «Ὅμως ὅλα εἶναι κλειστά». Καμία ἀπάντηση. Ἐγώ, ἔσωθεν, πληροφορήθηκα ὅτι εἰσακούστηκε ἡ δέησή μου. Ὅτι ὅσα ἐμπόδια κι ἂν ὑπάρξουν, ὁ Θεὸς ὑπέγραψε τὴν ἀποστολή μου· πράγματι, αὐτὸ ἦταν τὸ θέλημά Του.

Στὴν Ἀμερική

Στὴ συνέχεια πῆγα στὴν Ἀμερικὴ νὰ δῶ πῶς εἶχαν τὰ πράγματα. Διεπίστωσα μεγάλα ἐμπόδια. Ἦταν σύντομη ἡ ἀποδημία μου, μόλις δώδεκα ἡμερῶν. Τὶς δέκα τὶς πέρασα σὲ καραντίνα. Μὲ παγίδευσε ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ στὸ Kingston, στὴ Νέα Ὑόρκη. Ὅταν κατάλαβα τὴν παγίδα, πῆρα ταξὶ καὶ ἔφυγα γιὰ τὴν Ἀστόρια. Φιλοξενήθηκα μὲ τὴν πρεσβυτέρα σὲ ἕνα σπίτι κάποιου Μακεδόνα, ποὺ ἦταν καὶ ἐκκλησιαστικὸς σύμβουλος στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στὴν Ἀστόρια.

Λειτούργησα τὴν ἑπομένη. Χάρηκαν. Μὲ θεώρησαν κατάλληλο καὶ ἔφυγα ἱκανοποιημένος, μὲ τὴν ὑπόσχεση ὅτι θὰ μὲ καλοῦσε ὁ προϊστάμενος διὰ μέσου τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς. Ὁ ἴδιος μοῦ τὸ ὑποσχέθηκε.

Ἡ ὑπόσχεση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου γιὰ τὴν τακτοποίησή μου

Ὁ καιρὸς περνοῦσε· ἡ γραπτὴ ἀπάντηση ποὺ ἦρθε ἦταν: «Ὁ Θεὸς θὰ ἐνεργήσει ἀλλοῦ καὶ ἀλλιῶς». Ὁ ὁρίζοντας σκοτείνιασε, τὰ ἔχει αὐτὰ ἡ ζωή. Ἔγραψα γράμμα στὸν Ἀρχιεπίσκοπο. Ἡ ἀπάντηση ἦταν νὰ πάω στὶς 23 μὲ 29 Ἰουνίου γιὰ τὴν τακτοποίησή μου. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Πῆγα στὴν Ἀρχιεπισκοπή, ἀλλὰ ἄφαντος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος. Περίμενα εἰς μάτην.

Στὴν ἐξαιρετικὰ δύσκολη θέση ποὺ βρισκόμασταν, ἔδειξε τὸν δρόμο μας ὁ φιλάνθρωπος Πατέρας μας δι’ ἄλλης ὁδοῦ, ὅπως στοὺς εὐλαβεῖς μάγους στὴν προσκύνησή Του. Ἀδικαιολόγητη ἡ ἀδιαφορία καὶ ἡ καθυστέρηση τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς γιὰ τὴν τακτοποίησή μου. Ὁ χρόνος πίεζε· ἔπρεπε νὰ βρεθῇ λύση. Πέρασε περίπου ἕνας χρόνος μαρτυρικός.

Πάντα συνεργεῖ εἰς τὸ ἀγαθόν

Ἤμασταν μὲ τὴν πρεσβυτέρα μου στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης στὴν Ἀστόρια. Μετὰ τὴν προσευχή μας εἶδα τὴν πρεσβυτέρα νὰ μὴν μπορεῖ νὰ κρατήσει τὰ δάκρυά της, ἀναλογιζόμενη τὴν κατάστασή μας. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἦρθε ἡ νεωκόρος, ζήτησε νὰ μάθει τὸ πρόβλημά μας καὶ σὲ τί θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς ἐξυπηρετήσει. Ἦταν Θεόσταλτη. Ὅταν τῆς ἐκθέσαμε τὴν κατάστασή μας, αὐθόρμητα μᾶς λέει ὅτι ἐκεῖ δίπλα ὑπῆρχε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Εἰρήνης Χρυσοβαλάντου, ὅτι εἶχαν σχολεῖα δημοτικῆς ἐκπαίδευσης καὶ δύο τάξεις Γυμνασίου. Ἦταν, πράγματι, ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ. Σημειωτέον ὅτι ἀνῆκαν στὸ Πάτριο λεγόμενο ἢ Ἐκκλησιαστικὸ Ἡμερολόγιο. Κάτι ποὺ μὲ ἐξέφραζε, γιατί, ὅπως καὶ ἐδῶ καταθέτω, μὲ προβλημάτισε τὸ ἡμερολογιακὸ σχίσμα ἀπὸ τὸ 1955, ὅταν ἤμουν πρωτοετὴς στὸ γυμνάσιο.

Πήγαμε. Ἡ συνάντηση ἦταν τόσο γιὰ ἐμᾶς ὅσο καὶ γιὰ τοὺς ἐκεῖ πατέρες «μάννα ἐξ οὐρανοῦ». Ἡ συνεξήγηση Χριστιανική. Ἐγὼ τοὺς εἶπα ὅτι ἀνήκω στὸ νέο ἡμερολόγιο, ἀλλὰ περιμένω τὸν κατάλληλο χρόνο. Μὲ δέχθηκαν μὲ ἐνθουσιασμό. Μὲ ἔκριναν κατάλληλο γιὰ νὰ σωθῇ μία ἐνορία, ἡ ὁποία εἶχε προβλήματα, ἦταν ὑπὸ διάλυση. Μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Θεομήτορος ἀνώδυνα, ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα, στὴν πρώτη Θεία Λειτουργία, ἦρθαν ὅλοι, γιατὶ καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δὲ μὲ θεωροῦσαν ἐξ ὁλοκλήρου δικό τους.

Γιὰ μένα, ἐπίσης, ἦταν δῶρο Θεοῦ. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐνορία ἀνέλαβαν καὶ τὴν ἀποκατάστασή μου ὡς ἐκπαιδευτικοῦ. Μοῦ ἔδωσαν σπίτι, ἰδιωτικὸ αὐτοκίνητο καί μὲ προσέλαβαν, ἐπιπλέον, ὡς ὁδηγὸ σὲ μικρὸ σχολικὸ λεωφορεῖο. Εἴχαμε καὶ ἑβδομαδιαῖα ἐκπομπὴ σὲ ραδιοφωνικὸ σταθμό.

Στὶς μεγάλες δυσκολίες θάρρος, μὴ φοβοῦ

Ὅταν μοῦ εἶπαν ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ ἐφημέριος καὶ δάσκαλος, θὰ διανέμω καὶ πενήντα μαθητὲς μὲ σχολικὸ λεωφορεῖο μετὰ τὸ μάθημά τους, αὐτὸ μὲ ἔκανε περίλυπο. Ποῦ νὰ θυμᾶμαι ποῦ πρέπει νὰ σταματῶ γιὰ νὰ ἀφήνω τὸ κάθε παιδί; Κάποιος ἀρχιμανδρίτης μοῦ ἔδειξε ἀπὸ ποῦ θὰ ξεκινῶ μέχρι νὰ τελειώσω μὲ ὅλα τὰ παιδιά.

Ἔ, αὐτὸ ποὺ νόμιζα ἀνυπέρβλητο πρόβλημα καὶ μεγάλη μου συμφορά, ἀποδείχθηκε ὅτι δὲν ὑπῆρχε. Μπῆκα στὸ λεωφορεῖο καὶ εἶπα στὰ παιδιὰ τὸ πρόβλημά μου. Σχεδὸν τὰ μισὰ μοῦ εἶπαν ὅτι αὐτὰ θὰ μὲ καθοδηγοῦσαν. Κατάλαβα ὅτι τὸ κάθε παιδὶ γνώριζε ποῦ θὰ ἔπρεπε νὰ κάνω στάση. Ἐρχόντουσαν δίπλα μου καὶ μοῦ ἔδειχναν τὸ σημεῖο ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ σταθμεύσω.

Τὸ ἀδιέξοδο τῶν Ἑβραίων καὶ τὸ δικό μου

Ἡ δυσκολία αὐτὴ μοῦ θύμισε τὴ δύσκολη θέση ποὺ βρέθηκαν οἱ Ἑβραῖοι, ὅταν ἔφθασαν στὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα. Μπροστὰ ἡ Ἐρυθρὰ Θάλασσα, δεξιὰ κακοτράχαλα βουνά, ἀριστερὰ ἀπέραντη ἔρημος καὶ πίσω ὁ πάνοπλος στρατὸς τοῦ Φαραώ. Καὶ ὅμως, μὲ μία κίνησή του μὲ τὴ ράβδο του ὁ Μωυσῆς ἔδωσε τὴ λύση. Ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴ λύση. Αὐτὸς εἶναι ὁ Θεός μας. Τώρα ἔπρεπε νὰ φανῶ συνεπὴς στὸ συμβόλαιο ποὺ ἔκανα μὲ τὸν Οὐράνιο Πατέρα μου, ὅτι δηλαδὴ θὰ δουλεύω συνειδητά.

Διορισμὸς ἀπὸ Ἀρχιεπισκοπή

Στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ γεννήθηκε προβληματισμὸς γιὰ τὸ πῶς ἄφησαν νὰ φύγῃ αὐτὸς ὁ παπᾶς! Ἔτσι, κινούμενοι ἀπὸ τὸν Παράκλητο, μὲ δέχθηκαν, μὲ διόρισαν κανονικὰ στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῶν Ἁγίων Γεωργίου καὶ Δημητρίου στοὺς 103 δρόμους τοῦ Μανχάταν.

Τώρα, μετὰ τὸ διορισμὸ τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, ὑπηρετῶ τοὺς προστάτες μου καὶ στρατηγοὺς Ἁγίους (Γεώργιο καὶ Δημήτριο). Ἡ ἀγάπη τῶν συμπατριωτῶν μεγάλη. Ἡ ὅλη συμπαράστασή τους ἄριστη. Σὲ χρόνο μηδὲν μὲ νοικοκύρεψαν. Τὸ θαυμαστό· ἐπειδὴ ἡ πολεμικὴ λόγω φθόνου - ζήλιας καὶ ἄλλων ἀδυναμιῶν ἀπὸ μεγάλους καὶ μικροὺς ἦταν αἰσθητή, μὲ ἀνάγκασαν καὶ ἔλεγα στὴν προσευχή μου: «Ποίησον μετ’ ἐμοῦ σημεῖον εἰς ἀγαθόν, καὶ ἰδέτωσαν οἱ μισοῦντές με καὶ καταισχυνθήτωσαν, ὅτι Σὺ Κύριε ἐβοήθησάς μοι καὶ παρεκάλεσάς με» [ψαλμ. 85,17]. Ἀπόδοση: «Κάνε πρὸς σωτηρίαν μου ἔκτακτον θαῦμα, καὶ ἂς τὸ ἴδουν αὐτοί, οἱ ὁποῖοι μὲ μισοῦν καὶ ἂς καταντροπιασθοῦν, διότι Σὺ Κύριε πράγματι μὲ ἐβοήθησες εἰς τὴν θλίψιν μου καὶ μὲ παρηγόρησες».

Ἡ Διακονία μου στοὺς στρατηγούς μου, Ἅγιο Γεώργιο καὶ Δημήτριο, στὸ Μανχάταν

Εἶχα ἐπίγνωση ὅτι ἤμουν ἐλλιπής, γιατὶ δὲν γνώριζα τὴν Ἀγγλικὴ γλώσσα. Ὅμως, ἐπειδὴ γνώριζα τὴν γλώσσα τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, αὐτὴ ἀναπλήρωσε τὰ κενά μου.

Ἡ συνεργασία μας ἦταν ἰδανική. Σεβόμουν τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἐπιτροπή. Αὐτοὶ εἶχαν ὅλο τὸν ἐκκλησιαστικὸ καὶ οἰκονομικὸ τομέα. Ἐγὼ φρόντιζα γιὰ τὰ πνευματικά, προσπαθώντας μὲ ὅλες μου τὶς δυνάμεις νὰ ἐφαρμόσω ὅ,τι ὑποσχέθηκα στὸν Οὐράνιο Ἀρχιερέα, σχετικὰ μὲ τὴν διαποίμανση τῶν λογικῶν Του προβάτων. Δὲν ξεχνοῦσα τὶς συνθῆκες ποὺ βίωνα.

Συγκλονιστικὴ εἴδηση – Ἀνταπόκριση τοῦ Θεοῦ

Δὲν πέρασαν δύο χρόνια καὶ ἡ Ἐσταυρωμένη Ἀγάπη μὲ τακτοποίησε οἰκογενειακῶς σὲ μία γωνιακὴ πολυκατοικία ἕξι διαμερισμάτων μὲ ὑπόγειο καθαριστήριο καὶ γκαρὰζ καὶ ἄλλους βοηθητικοὺς χώρους Καταβάλλαμε μηνιαῖα τὸ τίμημα τοῦ στεγαστικοῦ δανείου καὶ περίσσευαν καὶ χίλια δολάρια.

[εἰκόνα 4η: «Ἡ πολυκατοικία»]

Θερμὲς εὐχαριστίες σὲ κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, γιὰ τὴν ἀγάπη τους, μετὰ τὸν φιλάνθρωπο Πατέρα μας καὶ τὴν Μητέρα Του.

Ἀποτίω τὴν εὐγνωμοσύνη μου στοὺς πατέρες

Ἐπιστρέφω. Ἀποτίω τὴν εὐγνωμοσύνη μου στοὺς πατέρες τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου. Ὑπῆρξαν ἀληθινὰ εὐεργέτες μου. Λόγου χάριν, μοῦ ὑπέδειξαν, καὶ ἐν μέρει τὸ ἀπαίτησαν, νὰ ἐγγραφῶ στὸ σύστημα ἀσφάλισης. Ἐγὼ ἀντέτεινα ὅτι σὲ δύο χρόνια θὰ ἐπιστρέψω στὴν Ἑλλάδα. Ὅμως εἶχαν ἀπόλυτο δίκαιο· μέχρι καὶ σήμερα δικαιώνονται. Κύριος ὁ Θεὸς νὰ εἶναι ἀνταποδότης.

Περὶ ἑορτολογίου

Γνωστὸ τὸ πρόβλημα περὶ ἑορτολογίου. Ἡ κακία μας, τὰ πάθη μας, οἱ ἀμαρτίες μας τὸ γέννησαν, τὸ τρέφουν καὶ τὸ συντηροῦν. Γιὰ νὰ καταλάβεις τὸ πρόβλημα, ἀδελφέ, χρειάζεται νὰ εἶσαι εὐθύς, εἰλικρινής, λεβέντης καὶ μὲ φρόνημα πρὸ πάντων ταπεινό. Ἂν σὲ κυβερνοῦν ἡ ἰδιοτέλεια, ἡ δόξα, τὸ συμφέρον, «ἡ ἱερὴ πολιτικὴ» καὶ ἕνας σωρὸς «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις» κάτσε στὰ αὐγά σου (κατὰ τὴ λαϊκὴ ρήση) καὶ μὴν μεγαλώνεις τὴν εὐθύνη σου. Γιατὶ «ὁ Θεὸς δὲν ἐμπαίζεται» καὶ ἀλοίμονό σου «ἂν πέσῃς στὰ χέρια τοῦ ζῶντος Θεοῦ».

Ἀδέλφια, μορφωμένοι καὶ ἀμόρφωτοι, παπάδες, δεσποτάδες, ἡγούμενοι, μοναχοί, θεολόγοι καὶ λαϊκοί, τὸ κόσκινο πρὸ τῶν θυρῶν. Σὲ λίγο στεκόμαστε πρὸ τοῦ ἀδεκάστου φοβεροῦ Κριτοῦ. Καιρὸς νὰ βρεθοῦμε στὸ λεῖμμα (ὑπόλοιπο), στοὺς λίγους. Τέρμα στὶς προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις. Ἐπιστροφὴ στὴν διαχρονικὴ ἐκκλησία, αὐτὴν πρὸ τοῦ 1924, οὔτε σὲ παρατάξεις Γ.Ο.Χ. οὔτε στὸν Οἰκουμενισμό.

Τελεία καὶ παῦλα.

Γνωριμία μὲ τὸν π. Ἀντώνιο Μορφέσση

Στὴν ἐνορία ποὺ ὑπηρετοῦσα, τῶν Ἁγίων Γεωργίου καὶ Δημητρίου, ἐρχόντουσαν πολλοὶ νὰ μὲ συμβουλευθοῦν ἂν ἔπρεπε νὰ πᾶνε στὴ λειτουργία τῆς Πενσυλβάνια. Ἐκεῖ λειτουργοῦσε ὁ π. Ἀντώνιος Μορφέσσης καὶ γινόταν «βιομηχανία θαυμάτων» (αὐτὸ ποὺ γίνεται σήμερα στὸν Λυκαβηττὸ ἀπὸ τὸν π. Δημήτριο, πιστὸ μαθητὴ τοῦ πατρὸς Ἀντ. Μορφέσση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁμολογία τοῦ ἰδίου τοῦ πατρὸς Δημητρίου – ὑπάρχει σχετικὸ βίντεο).

Προκειμένου νὰ ἀποφανθῶ, δηλαδὴ νὰ τοὺς πῶ ἂν θὰ ἔπρεπε νὰ πᾶνε ἢ ὄχι, ἤθελα νὰ ἔχω ἰδίαν ἀντίληψιν, τὸ τί δηλαδὴ γινόταν, γιὰ νὰ μὴν ἀδικήσω τὸν πατέρα. Πῆγα τρεῖς φορές. Τὴν πρώτη φορὰ συναντηθήκαμε μέσα στὸν Ναό, στὸ Ἱερό. Εἶδα ὅτι, ὅταν ὁ πατὴρ Ἀντώνιος Μορφέσσης μὲ ἀντίκρισε, εἶχε κάποιο προβληματισμό. Ἤμασταν πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα. Μοῦ ζήτησε νὰ ψάλω κάτι καὶ ἔψαλα τὸ «Θεοτόκε Παρθένε». Ἦταν ἀμήχανος.

Πῶς ἐκεῖνος ἔγινε θαυματοποιός

Μιλήσαμε γιὰ πολλὰ θέματα. Θυμᾶμαι, μοῦ εἶπε πῶς ἀπέκτησε αὐτὸ τὸ χάρισμα τῆς θαυματοποιΐας! Ἦταν στὴν Φλόριντα, σὲ μιὰ αἴθουσα συγκέντρωσης πιστῶν προτεσταντῶν, μὲ παρόντα τετρακόσια ἄτομα. Μοῦ εἶπε ὅτι καθόταν στὰ τελευταῖα καθίσματα. Μιλοῦσε μία μελαμψὴ ἱεροκήρυκας. Ξαφνικὰ τὸν κάλεσε. Πῆγε ἐκεῖ ποὺ μιλοῦσε. Τὸν διάβασε. Αὐτὸ ἦταν, ἔγινε θαυματοποιός!

Πλησίαζε τὰ χέρια του στοὺς ἀνθρώπους· δίπλα του πάντοτε ὑπῆρχαν δύο ἄτομα γιὰ νὰ πιάνουν αὐτὸν ποὺ θὰ ἔπεφτε, νὰ μὴν χτυπήσει. Ὅ,τι κάνουν ἀκόμα καὶ σήμερα οἱ Πεντηκοστιανοί. Μοῦ εἶπε ὅτι στὴν προσκομιδὴ βγάζει μερίδα γιὰ ὅλους, ἀκόμα καὶ γιὰ τὰ ζῶα καὶ τὰ λουλούδια!

Θέλησε νὰ μοῦ δώσει αὐτὸ τὸ χάρισμα

Τὴν τρίτη φορὰ ποὺ πῆγα, μοῦ εἶπε νὰ προσευχηθῇ γιὰ νὰ ἔρθῃ καὶ σὲ μένα ἡ χάρις καὶ ἀσφαλῶς νὰ κάνω θαύματα. Ἡ συνείδησή μου, ὅμως, μοῦ ἔλεγε ὅτι ὁ πάτερ ἦταν σὲ μεγάλη πλάνη. Τὸ ἴδιο ἔλεγε τότε καὶ ὁ μακαρίτης σήμερα π. Ἐφραὶμ τῆς Ἀριζόνα. Ἦρθαν, ἐν τῷ μεταξὺ, δίπλα μου δύο ἄνδρες γιὰ νὰ μὲ πιάσουν, γιατὶ μοῦ εἶπε ὁ π. Ἀντώνιος ὅτι θὰ πέσω ἀλλὰ νὰ μὴ φοβηθῶ. Βρέθηκα πρὸ διλήμματος. Ὁ πονηρὸς μοῦ ἔλεγε ὅτι θὰ κάνω θαύματα. Ἰδίως ὡς ἐκπαιδευτικὸς ποὺ ἤμουν μὲ περίμενε πολλὴ δόξα. Μοῦ φούσκωνε τὰ μυαλά. Ἀλλὰ ἡ συνείδησή μου μὲ συνεκλόνιζε. Μοῦ ἔλεγε: «Πρόσεχε, εἶναι παγίδα πλάνης, αἵρεση ὁλοφάνερη. Ἡ πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποία πῆρε ὁ πάτερ τὸ χάρισμα, ἑωσφορική».

Ἡ Ὀρθόδοξη ὁμολογία μου

Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ κόσμος ἄκουγε αὐτὰ ποὺ μοῦ ἔλεγε. Θεώρησα ὀρθὸν νὰ ὁμολογήσω καὶ νὰ συγκρουσθῶ μὲ τὸν πονηρό. Νὰ κάνω πίσω δὲν μοῦ ἦταν ἐπιτρεπτό. Ἀνοίγω τὰ χέρια μου σὲ σχῆμα σταυροῦ καὶ τοῦ λέω: «Ἰδοῦ ἡ Ρόδος, ἰδοῦ καὶ τὸ πήδημα». Ἐγὼ τὴν Ὀρθόδοξη ὁμολογία μου καὶ ὁ πάτερ τὶς δικές του προσευχές.

Ἀποτέλεσμα; Μόλις πλησίαζε τὰ χέρια του στὸ μισὸ μέτρο, μία ἀόρατη δύναμη τὸν ἔδιωχνε μακριά. Αὐτὸ ἔγινε δύο - τρεῖς φορές. Ὅμως, τὸ πιὸ καταπληκτικό ἦταν ὅτι τὴν ἴδια ὥρα καταλάβαινα σὰν ἕνα κομμάτι πάγου νὰ γυρίζει γύρω ἀπὸ τὴν καρδιά μου. Μοῦ ἦταν ἔντονα αἰσθητό. Ἡ ἐξήγηση εἶναι ὅτι τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα ἤθελε νὰ μπῇ στὴν καρδιά μου. Ἐπειδή, ὅμως, δὲν τὸ δεχόμουν δὲν μποροῦσε νὰ μπῇ.

Συνεπῶς καὶ σήμερα, οἱ τῆς Νέας Τάξης θέλουν νὰ μᾶς σκλαβώσουν μὲ δόλιους τρόπους καὶ νὰ μᾶς παραδώσουν στὸν ἀνθρωποκτόνο μὲ τὴν κάρτα τοῦ πολίτη, μὲ τὸ ἐμβόλιο τώρα, καὶ ἴσως αὔριο μὲ ἄλλα σατανικὰ μέσα. Νὰ τὰ πάρουμε, δηλαδή, μὲ τὴ θέλησή μας. Ἀπὸ ἐμᾶς τὸν καθένα ἐξαρτᾶται ποῦ θὰ δώσουμε «τὸ χρυσὸ μῆλο τῆς καρδιᾶς μας, τὴ θέλησή μας, τὴν προαίρεσή μας, τὴν ψυχή μας».

Ἕνας μεγάλος πειρασμός

Ζούσαμε μιὰ ὄμορφη οἰκογενειακὴ ζωή. Ἀλλὰ ὁ ἀρχέκακος ὄφις, ὁ φθονερὸς καὶ ἀνθρωποκτόνος, ὑπέφερε καὶ ἔστησε μιὰ παγίδα. Πλησίαζαν οἱ μέρες τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν Ἁγίων μας, δηλαδὴ ἡ πανήγυρις. Τὸ πρόγραμμα τὸ εἶχε ἀναλάβει ἐξ ὁλοκλήρου ὁ Ἀναστάσιος, ὡς ὁ πλέον κατάλληλος καὶ ἁρμόδιος ἐκκλησιαστικὸς ἐπίτροπος. Κατήρτησε τὸ πρόγραμμα, ἀλλὰ ἀσφαλῶς συνεργείᾳ τοῦ μισόκαλου μπέρδεψε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο μὲ τὸν ἱεροκήρυκα τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, πολὺ ἀγαπητὸ καὶ σὲ μένα καὶ στὴν Ἀρχιεπισκοπή. Τὸν Ἀρχιεπίσκοπο, δηλαδή, τὸν ἔκανε ἱεροκήρυκα καὶ τὸν ἱεροκήρυκα Ἀρχιεπίσκοπο.

Τὴν ἑπομένη, ὅταν εἶδε στὸν ἡμερήσιο τύπο «Ἐθνικὸς κῆρυξ» καὶ σὲ ἄλλες ἐφημερίδες τὸ λάθος του, ἀμέσως ἔτρεξε στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ νὰ τὸ διορθώσῃ καὶ νὰ καλύψῃ τὸν ἱερέα, ὁ ὁποῖος καταφανῶς δὲν ἔφερε καμία εὐθύνη. Ὅμως, τὸ κακὸ ἔγινε καὶ δυστυχῶς κλήθηκα στὴν Ἀρχιεπισκοπή, ὅπου ἀπ’ τὸν Θεοφιλέστατο Μελόης Φιλόθεο μοῦ ἔγιναν παρατηρήσεις. Μεταξὺ τῶν ἄλλων μοῦ εἶπε: «Εἶσαι καὶ θεολόγος».

Ἡ διπλοθεσία μου

Ὁμολογῶ ὅτι ἡ διπλοθεσία ἦταν κάτι τὸ ὁποῖο δὲν καθόταν καλὰ στὴ συνείδησή μου. Ναὶ μὲν νόμιμο, ἀλλὰ πῶς νὰ τὸ κάνουμε, εἶχε ἄσχημο ἀντίκτυπο. Ἕνας μαθητὴς τοῦ γυμνασίου μὲ ἔκρινε σκληρά. Ἕνας ἄλλος μαθητὴς λυκείου ἔκανε, ἐν ὥρᾳ μαθήματος, ἐρώτηση γιὰ τὸ αὐτοκίνητο. Ἔδωσα ἀπάντηση. Ἡ ἐρώτηση τώρα τοῦ μαθητῆ ἦταν ἐὰν μὲ ἀποζημιώνει γι’ αὐτὴν τὴν ὑπηρεσία μου τὸ κράτος ἢ ἡ ἐκκλησία. Ἀπάντησα ἀρνητικά.

Ἡ ἀπάντησή μου, λοιπόν, ἦταν: «Εἶστε ἐσεῖς μάρτυρες, τὰ παιδιά. Κάθε ἑβδομάδα δὲν ἔρχομαι στὰ χωριά σας;». Ἔκανα ἱεραποστολή. Πήγαινα στὰ καφενεῖα, στὰ σπίτια τους, ἦταν ἐνθουσιασμένοι. Ἔγραψαν σχετικὴ ἐπιστολὴ στὸν Μητροπολίτη μου εὐχαριστώντας τον. Ἡ ἀπόσταση ποὺ διένυα γιὰ νὰ ἐξυπηρετῶ τὴν οἰκογένεια καὶ τὴν ἐνορία, ποὺ ἀπῆχαν ἑκατοντάδες χιλιόμετρα, τεράστια. Νομίζω ὅτι θὰ μποροῦσαν νὰ βοηθήσουν οἱ προϊστάμενοί μου καὶ νὰ ἀποφεύγονταν τὰ ἔξοδα. Ἀλλὰ ποῦ αὐτὴ ἡ κατανόηση καὶ ἀρωγή!

Μαζὶ μὲ τὴ διπλοθεσία μὲ ἔκριναν καὶ γιὰ τὸ αὐτοκίνητο. Ἐκεῖ ποὺ ὑπηρετοῦσα, μία γυναίκα θὰ χώριζε τὸν σύζυγό της, γιατὶ ντρεπόταν νὰ μπαίνει σὲ ἕνα ἴδιας μάρκας αὐτοκίνητο μὲ τὸ δικό μου! Ὅταν, λοιπόν, ἔδωσα αὐτὲς τὶς ἐξηγήσεις, τότε συμφώνησαν ὅτι ἄξιζα νὰ ἔχω ἕνα τόσο ταπεινὸ αὐτοκίνητο γιὰ νὰ ἐξυπηρετοῦμαι ἐγὼ καὶ ἡ πολύτεκνη οἰκογένειά μου.

Ἡ ἀπαλλαγὴ μου ἀπὸ τὴ διπλοθεσία

Παρ’ ὅλα αὐτά ὑπέφερα καὶ δὲν ἤξερα πῶς νὰ ἀπαλλαγῶ. Εὐτυχῶς τὴ λύση τὴν ἔδωσε τὸ κράτος καὶ ἡ ἐπίσημη ἐκκλησία, δηλαδὴ ἡ ἱεραρχία. Μᾶς εἶπαν, διὰ νόμου, νὰ ἐπιλέξουμε μία ἀπὸ τὶς δύο θέσεις. Ἐγὼ εἶπα: «Δόξα σοι ὁ Θεός». Ὑπέβαλα ὑπεύθυνη δήλωση ὅτι παραιτοῦμαι ἀπὸ ἐφημέριος καὶ μένω στὴ μέση ἐκπαίδευση μὲ τὰ ἀρνία τοῦ Ἰησοῦ. Ὅσο γιὰ τὴν ἱερατική μου ἰδιότητα, ἀναπαύθηκα ἀπόλυτα στὸ «δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε». Ἔκτοτε ὑπηρετοῦσα ἀμισθί, ὅπου οἱ Σεβασμιώτατοι Ἱεράρχες μὲ ἀπέστελλαν.

Δὲν θὰ τὸ ξεχάσω. Ἦταν ἡ τελευταῖα μου ἀποστολή. Γονάτισα, ζήτησα τὴν εὐλογία τοῦ Σεβασμιωτάτου σὲ ἐνορία ποὺ μὲ ζήτησε τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Συμβούλιο. Ἐμφανεστάτη ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ. Τελείωνα τὴν ἀκολουθία, τελείωνα καὶ τὸ κήρυγμα καὶ κανεὶς ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαζόμενο ποίμνιο δὲν ἐκινεῖτο νὰ φύγῃ. Ἤθελαν νὰ ἀκούσουν περισσότερα. Ἀνδρόγυνα ποὺ ἦταν σὲ διάσταση ἔσμιξαν. Ἄνθρωποι βλάσφημοι σταμάτησαν τὴν βλασφημία. Πολλοὶ καπνιστὲς σταμάτησαν τὸ κάπνισμα. Ὅλοι στὴν ἐκκλησία.

Τί ἀπέγινε ἡ πολυκατοικία

Ἡ ζωὴ εἶναι ἕνας Γολγοθᾶς. Ὁ Κύριός μας εἶπε: «Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων» [Ματθ. ι΄,16]. Ὁ χριστιανικὸς δρόμος «στενὴ πύλη καὶ τεθλιμμένη ὁδὸς» [Ματθ. ζ΄,14]. Ἀλλὰ μὴ φοβηθῆτε: «Ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» [Ματθ. κη΄,28]. Κρατείστε τὸν λόγο μου καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς κρατήσω στοὺς μεγάλους πειρασμοὺς ποὺ θὰ ἔρθουν στὴν οἰκουμένη: «ὅτι ἐτήρησας τὸν λόγον τῆς ὑπομονῆς μου, κἀγώ σε τηρήσω ἐκ τῆς ὥρας τοῦ πειρασμοῦ τῆς μελλούσης ἔρχεσθαι ἐπὶ τῆς οἰκουμένης ὅλης» [Ἀποκ. 3,10].

Ἀρρώστησε ἡ πρεσβυτέρα. Χωρὶς καμία ἀσφάλεια. Οἱ δαπάνες ἀστρονομικές. Σὲ δύο-τρεῖς μήνες ἡ πολυκατοικία θὰ «τελείωνε». Εὐτυχῶς βρέθηκαν ὁμογενεῖς, οἱ ὁποῖοι μᾶς ὑπέδειξαν δικηγόρους μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ τὴν γλυτώσουμε. Ὅπως καὶ ἔγινε. Τότε εἶπα στὴν οἰκογένεια ὅτι τώρα ἡ πολυκατοικία ἀνήκει στὴν μεγάλη οἰκογένεια, δηλαδὴ τοῦ Ἀδάμ. Ἔτσι ἔγιναν τὰ ἔργα ποὺ μᾶς ἐξυπηρετοῦν σήμερα γιὰ τὶς πνευματικές μας ἀνάγκες. Ἤδη τὰ παιδιὰ εἶχαν μεγαλώσει, σπούδασαν ὅ,τι ἤθελαν καὶ θὰ μποροῦσαν, ἐὰν ἐπιθυμοῦσαν, νὰ προχωρήσουν. Γιατί, ἀληθινά, ἡ χώρα αὐτὴ δίνει εὐκαιρίες, σὲ αὐτοὺς ποὺ τὰ μυαλά τους λειτουργοῦν καλὰ, νὰ προοδεύσουν ὅπου θέ-λουν.

Ἡ ὁμολογία μου περὶ Μασονίας

Σὲ ὅλη μου τὴ Διακονία, ἐπὶ ἑξαετίᾳ ὡς ἱεροδιάκονος καὶ πάνω ἀπὸ πεντηκονταετίας ὡς ἱερέας-πρεσβύτερος, δὲν ὑπέστειλα τὴ σημαία τῆς Ἀλήθειας, ἡ ὁποία πράγματι εἶναι βαριὰ καὶ στοιχίζει. Στὸν ἀρχηγό μας στοίχισε ὁ Σταυρὸς καὶ σὲ ὅλους τοὺς μιμητές Του πολλὲς ταλαιπωρίες καὶ δυσκολίες.

Ἔτσι, σύμφωνα μὲ τὴν πεποίθησή μου, ἡ Μασονία, ὡς ὑπηρέτης τοῦ Ἐωσφόρου, δημιούργησε καὶ δημιουργεῖ μεγάλα προβλήματα στὴν Ἐκκλησία καὶ γενικὰ στὴν ἀνθρωπότητα, μέχρι τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἀντιχρίστου. Δυστυχῶς, αὐτὸν τὸν ἄχαρο καὶ κολάσιμο ρόλο ὑπηρετοῦν αὐτά μας τὰ ἀδέλφια. Διαφώτιζα τὸν λαό. Ἔλεγα ὅτι ἡ Μασονία εἶναι Λερναία Ὕδρα. Ποῦ; Δίπλα στὴν Ἀρχιεπισκοπή!

Πιστεύω ὅτι αὐτή μου ἡ ὁμολογία εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴ διακοπὴ τῆς ἀποσπάσεώς μου. Τώρα ἔπρεπε νὰ ἐπιλέξω ἢ νὰ μείνω, ἔχοντας ὅλες τὶς ἀνέσεις στὴν Ἀμερικὴ ἢ νὰ ἐπιστρέψω ὡς ἐκπαιδευτικὸς καὶ μόνο, γιατὶ ἡ ἀπόφασίς μου ἦταν ἀμετάκλητη στὸ νὰ μὴν δεχθῶ ἐνορία.

Ὑπάκουσα στὴ συνείδησή μου καὶ στὸν πνευματικό μου. Τότε εἶχα πνευματικὸ τὸν π. Ἰάκωβο Τσαλίκη, ὄντως ἐνάρετο καὶ μὲ ἁγιότητα, πλήν... Τὸν Δεσποτικὸ φόβο τὸν βίωσα μαζί του. Λόγῳ, ὅμως, τοῦ βαθύτατου σεβασμοῦ πρὸς τὴν ἁγιότητά του, δὲν ἔδωσα συνέχεια. Τὸν μνημονεύω ὡς πατέρα μου. Καὶ τώρα ἀκόμα ζητῶ τὶς πρεσβεῖες του σὲ θέματα ποὺ ἀντιμετωπίζω καὶ ἐγὼ καὶ οἱ ἀδελφοὶ συμπρεσβύτεροι. Καὶ δὲν εἶναι ὀλίγα…

Ἐπιστροφὴ στὸ νόστιμον ἦμαρ

Ἡ εὐδοκία τοῦ Θεοῦ ἦταν νὰ ἐπιστρέψω στὴν πατρίδα καὶ νὰ ἑτοιμάσω αὐτὰ ποὺ σήμερα μᾶς εἶναι τόσο χρήσιμα. Ἔτσι πῆρα τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔκανε αὐτὰ ποὺ ἔχουμε σήμερα. Ὅμως οἱ πικρὲς καρδιὲς καὶ γλῶσσες τί εἶπαν; «Ὁ πάτερ, ὅταν πῆγε στὴν Ἀμερική, ἔγινε Μασόνος. Αὐτὰ ποὺ ἔχτισε τὰ ἔκανε μὲ χρήματα ποὺ ἔκλεψε ὅταν, πρὸ δεκαετηρίδος, ἦταν ἐφημέριος στὴ Νέα Μηχανιῶνα Θεσσαλονίκης».

Τὰ εἶπαν αὐτὰ ἄνθρωποι ποὺ ἔγιναν θύματα τοῦ κοινοῦ μας ἐχθροῦ. Ἄνθρωποι δικοί μου καὶ εὐεργετηθέντες μάλιστα. Ἄνθρωποι πνευματικοί, τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸς εἶναι ὁ κόσμος. Τοὺς αἰσθάνομαι εὐεργέτες, θεράποντες ἰατροὺς καὶ καλούς μου ἐκπαιδευτές. Τοὺς εὐχαριστῶ καὶ τοὺς εὐγνωμονῶ τὰ ἄριστα στὸν παρόντα καὶ μέλλοντα αἰώνα.

  [εἰκόνα 5η: «Ἐγώ εἶμαι ὁ Πατέρας σου»]

Εἶσαι, Πατέρα μου, Τρέλλα

Αὐτὲς καὶ ἄλλες θαυμαστὲς ἐπεμβάσεις τοῦ Χριστοῦ μας, τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν ἁγίων Του ποὺ δὲν μνημόνευσα, ὅταν ἔρχονται στὸν νοῦ μου καταλήγω καὶ λέω: «Κύριέ μου, ἡ δικαιοσύνη σου ὡς ὄρη Θεοῦ, τὰ κρίματά σου ἄβυσσος πολλή· ἀνθρώπους καὶ κτήνη σώσεις» [ψαλμ. 35,7]. Ἀπόδοση: «Ἡ δικαιοσύνη σου ὑψοῦται ἄσειστος καὶ ἀσάλευτος καὶ αἰωνία, σὰν τὰ θεόκτιστα καὶ πανύψηλα ὄρη. Τὰ σχέδιά σου καὶ αἱ σοφαὶ κρίσεις σου, διὰ τῶν ὁποίων κυβερνᾶται ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, εἶναι ἀνεξερεύνητοι, καθὼς τῶν ὠκεανῶν αἱ βαθεῖαι ἄβυσσοι. Διὰ τῆς πανσόφου καὶ ἀγαθῆς προνοίας σου σώζεις ὄχι μόνο τοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ τὰ κτήνη». Γι’ αὐτὰ ποὺ γνωρίζω, ἀλλὰ καὶ περισσότερα ποὺ δὲν γνωρίζω, ἐργάστηκες σ’ ἐμένα· εἶσαι Πατέρα μου «Τρέλλα».

Αὐτὸ τὸ δικαιολογοῦν οἱ θεοφόροι πατέρες ὅταν λένε: «Ὁ Θεὸς βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό Του». Ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ κάνει ἐμένα Θεὸ κατὰ χάρη («ἐγὼ εἶπα· θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες», [ψαλμ. 81,6]).

Συγγνώμη σὲ ὅλους, ὅσους πλήγωσα πάνω στὴν «τρέλλα» μου. Ἔγινα «ἄφρων», μὲ αὐτὰ ποὺ ἔκανα καὶ ἔγραψα γιὰ τὴν δόξα Του καὶ τὴ δική μας οἰκοδομή, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο [Β΄ Κορ. ιβ΄,11-13]. Μὲ ἁπλά λόγια: «Ἔγινα ἄφρων καυχώμενος. Ἐσεῖς μὲ ἀναγκάσατε. Ἐσεῖς, βεβαίως, ἔπρεπε νὰ μὲ συστήνατε. Διότι καθόλου δὲν ὑστέρησα ἀπὸ τοὺς ἐξαιρετικὰ μεγάλους ἀποστόλους, ἂν καὶ δὲν εἶμαι τίποτα. Αὐτὰ βεβαίως ποὺ ἀποδεικνύουν ὅτι εἶμαι ἀπόστολος, ἔγιναν φανερὰ σὲ σᾶς μὲ τὸ νὰ ὑπομείνω κάθε δοκιμασία, μὲ θαύματα ποὺ ἀποδεικνύουν τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως καὶ εἶναι καταπληκτικὰ καὶ τελοῦνται μὲ ὑπερφυσικὴ δύναμη. Ποῖα δὲ οἰκονομικὴ μείωση ὑποστήκατε περισσότερο ἀπὸ τὶς ἄλλες ἐκκλησίες, παρὰ μόνον ὅτι ἐγὼ δὲν σᾶς ἐπιβάρυνα; Συγχωρήσατέ μου αὐτὴν τὴν ἀδικία».

Κάτι ποὺ μᾶς λείπει

Χρήσιμο καὶ ὠφέλιμο γιὰ μεγάλους καὶ μικρούς· μόνο τὸ Ἀληθινὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς χρειάζεται, αὐτὸ μᾶς λείπει. Αὐτὸ ποὺ εἶπε ἡ Αὐτοῦ Ἀλήθεια: «Ἑνὸς δέ ἐστι χρεία» [Λουκ. ι΄,42]. Τὸ νὰ καθήσουμε παρὰ τοὺς πόδας Του, νὰ μαθητεύσουμε, νὰ Τὸν ἀκούσουμε, νὰ Τὸν προσέξουμε καὶ νὰ βάλουμε «τὰ ζωντανά Του λόγια στὴν καρδιά μας» ἀγωνιζόμενοι νὰ τὰ ἐφαρμόσουμε. Διαφορετικὰ κοροϊδεύουμε «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους».

Αὐτὰ ποὺ βιώνουμε τὰ διαπιστώνουμε, ἀλλὰ κολλημένοι καὶ ὑποταγμένοι στὰ πάθη μας ὑποφέρουμε καὶ πονοῦμε, μᾶς ἀρέσει ὅμως νὰ «ρίχνουμε τὸ μπαλάκι τῆς εὐθύνης» σὲ ἄλλους, στρουθοκαμηλίζοντες καὶ δικαιολογοῦντες τὸν ἄτακτο ἑαυτό μας.

Ὅσοι ζωντανοὶ καὶ γενναῖοι, λοιπόν, ἂς εἴμαστε πίσω ἀπὸ τὸν Μοναδικὸ Ἀρχηγὸ τῆς Ζωῆς καὶ πηγὴ κάθε καλοῦ. Ἤδη βρισκόμαστε λίγα μέτρα ἀπ’ τὴν πλήρη ἀποκτήνωση. «Τῶν φρονίμων ὀλίγα» (οἱ συνετοὶ ἄνθρωποι δὲν λένε πολλά), σύμφωνα μὲ τὴ ρήση.

Ἡ ζωή μας εἶναι μονόδρομος. «Θνητὸν μὲν τὸ σῶμα, ἀθάνατος δὲ ἡ ψυχή. Ἐπιμελεῖσθαι τῆς ψυχῆς πράγματος ἀθανάτου», λέει ἕνας ὕμνος τῆς ἐκκλησίας· τὸ ἴδιο, δέ, τόνιζε καὶ ὁ ἁπάντων ἀνδρῶν σοφότερος Σωκράτης [Πλάτωνος, Ἀπολογία Σωκράτους].

Ἐδῶ κατέληξα ἀγαπημένα μου μικρότερα ἀδέρφια. Ὅλους μας Ἕνας μᾶς λείπει. Χωρὶς Αὐτὸν ματαιοπονοῦμε. Αὐτὸν σᾶς πρόβαλα. Δὲν σᾶς ὑπέβαλα-ὑπνώτισα οὔτε σᾶς ἐπέβαλα-ἀνάγκασα. Αὐτὸν βιάζομαι νὰ συναντήσω.

Καὶ εὔχομαι νὰ μοῦ πεῖ: «Ἀληθινὰ ἀγάπησες τὰ ἀρνία μου καὶ τὰ πρόβατά μου»· «εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου» [Ματθ. κε΄,21], καὶ ὄχι μόνο σὲ μένα ἀλλὰ σὲ ὅλους μας.

Εὔχεσθαι γιὰ μένα.

 

Μὲ ὅλη μου τὴν ἀγάπη, ἐκτίμηση καὶ σεβασμό.

 

Ὁ Δάσκαλός σας,

Διάκονος καὶ Ὑπηρέτης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

καὶ δικός σας.

 

Πάσχα 2021

 

 

→ 2. Ἐπιστροφὴ στὸ Πατρικὸ Σπίτι, στοὺς πιστοὺς Ἀδελφοὺς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

→ 3. Ἀγαπητό μου παιδί: Ἐπιστολὴ πρὸς μαθητὲς/μαθήτριες τοῦ Κυρίου

→ 4. Ἀπαντητικὲς ἐπιστολὲς παιδιῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (Γυμνάσιο Βασιλικῶν Θεσσαλονίκης)

→ 5. Ἀπαντητικὲς ἐπιστολὲς παιδιῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (Γυμνάσιο Ἀσκοῦ Θεσσαλονίκης)

→ 6. Ἀπαντητικὲς ἐπιστολὲς τῶν παιδιῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (Γυμνάσια πόλεως Θεσσαλονίκης)

→ 7. Ἀπαντητικὲς ἐπιστολὲς τῶν παιδιῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (Λύκειο Βασιλικῶν Θεσσαλονίκης)

1. Ὁ Δάσκαλός σας, Διάκονος-Ὑπηρέτης Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ παιδιῶν Του

Ἐπειδὴ ὅ,τι εἶναι ἀληθινὸ δὲν χάνει ποτὲ τὴν ἀξία του καὶ τὴν ἐπικαιρότητα , ἀποφάσισα νὰ φέρω στὸ φῶς «διάλογο καρδιῶν» Δασκάλου μέσης ἐκπ...